-
1 παρατηρητικώς
-
2 παρατηρητικῶς
-
3 φυλοκρινέω
A make distinctions of tribe,εἰ.. φυλοκρινοῖεν οἷς χρεὼν βοηθεῖν Th.6.18
;ἐλέχθη τὸ μὴ φυλοκρινεῖν πρὸς τοὺς ἐξετάζειν τὰ γένη βουλομένους Arist.Ath.21.2
: hence metaph., classify, Luc.Abd.4, Phal.2.9; also, distinguish precisely,ἕκαστον ὁποῖόν ἐστι S.E.M.7.183
; cf. Phryn.PSp.123B., Poll.8.110, etc.II select carefully,τὸ βουλευτικὸν πᾶν καὶ φ. καὶ διαλέξαι D.C.52.19
, cf. Aristid. 1.218J. (s.v.l.).III pick out,ἀπὸ τῶν φαύλων τοὺς χρηστούς Lib.Or.16.51
, cf. Porph.Phil.Hist.Fr.11;τὰς ἐξ ἡλίου καὶ σελήνης προϊούσας εἰς τὴν γένεσιν ποιήσεις παρατηρητικῶς φ. Procl. in Cra. p.74P.
( φιλοκρινέω is freq. f.l.;φυλλοκρίνειν Hsch.
)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλοκρινέω
См. также в других словарях:
παρατηρητικῶς — παρατηρητικός good at observing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατηρητικός — ή, ό / παρατηρητικός, ή, όν, ΝΑ [παρατηρητής]· αυτός που έχει την ικανότητα να παρατηρεί, ο ικανός να ενεργεί παρατηρήσεις, οξυδερκής, διορατικός νεοελλ. αυτός που εκδηλώνει παρατήρηση ή επίκριση, επικριτικός, αποδοκιμαστικός («παρατηρητικό… … Dictionary of Greek