-
1 наблюдательный
наблюдательный 1) παρατηρητικός· προσεχτικός (внимательный) 2): \наблюдательный пункт το παρατηρητήριο* * *1) παρατηρητικός; προσεχτικός ( внимательный)2)наблюда́тельный пункт — το παρατηρητήριο
-
2 наблюдательный
наблюдатель||ныйприл I. (служащий для наблюдения) παρατηρητικός, ἐρευνητικός:\наблюдательныйный пункт воен. τό παρατηρητήριο[ν]·2. (о человеке) παρατηρητικός, διορατικός. -
3 наблюдательный
επ., βρ: -лен, -льна, -ноπαρατηρητικός• ερευνητικός•наблюдательный человек παρατηρητικός άνθρωπος•
наблюдательный взгляд ερευνητικό βλέμμα.
|| της παρατήρησης, για παρατήρηση•наблюдательный пункт το παρατηρητήριο.
-
4 наблюдатель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наблюдатель
-
5 зоркий
зорк||ийприл1. ὁξυδερκής, γερός (στήν δραση):\зоркийие глаза τά γερά μάτια·2. перен (проницательный) διορατικός, παρατηρητικός:\зоркий ум ὁ διορατικός νοῦς. -
6 ненаблюдательный
ненаблюдательныйприл μή παρατηρητικός. -
7 наблюдательный
[ναμπλγιουντάτιλ' νυϊ] εκ. παρατηρητικός -
8 ненаблюдательный
[νιναμπλγιυοντάτιλ'νυϊ] εκ. μη παρατηρητικός -
9 наблюдательный
[ναμπλγιουντάτιλ' νυϊ] εππαρατηρητικός -
10 ненаблюдательный
[νιναμπλγιυοντάτιλ'νυϊ] επ μη παρατηρητικός -
11 заметливый
επ., βρ: -лив, -а, -о. (απλ.) παρατηρητικός. -
12 наблюдательский
επ.παρατηρητικός,του παρατηρητή•-ые способности παρατηρητικές ικανότητες.
-
13 обсервационный
επ.παρατηρητικός, για παρατήρηση•обсервационный пункт σταθμός (κέντρο) παρατήρησης.
-
14 приметливый
επ., βρ: -лив, -а, -о (απλ.) παρατηρητικός. -
15 созерцательный
επ., βρ: -лен, -льна, -о.1. παρατηρητικός•созерцательный ум παρατηρητικό μυαλό.
2. ονειροπόλος, φαντασιώδης.
См. также в других словарях:
παρατηρητικός — ή, ό / παρατηρητικός, ή, όν, ΝΑ [παρατηρητής]· αυτός που έχει την ικανότητα να παρατηρεί, ο ικανός να ενεργεί παρατηρήσεις, οξυδερκής, διορατικός νεοελλ. αυτός που εκδηλώνει παρατήρηση ή επίκριση, επικριτικός, αποδοκιμαστικός («παρατηρητικό… … Dictionary of Greek
παρατηρητικός — ή, ό αυτός που έχει την ικανότητα να παρατηρεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρατηρητικόν — παρατηρητικός good at observing masc acc sg παρατηρητικός good at observing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατηρητικώτατα — παρατηρητικός good at observing adverbial superl παρατηρητικός good at observing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατηρητικῆς — παρατηρητικός good at observing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατηρητικῶς — παρατηρητικός good at observing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατηρητικώτεροι — παρατηρητικός good at observing masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξπλικτος — ἔξπλικτος, ον (Μ) άγρυπνος, παρατηρητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. explicatus, που διαφέρει όμως σημασιολογικώς] … Dictionary of Greek
αθρητικός — ἀθρητικός, ή, όν (Μ) [ἀθρῶ] ο ικανός στο να βλέπει, να παρατηρεί, παρατηρητικός, προσεχτικός … Dictionary of Greek
παρατηρητικότητα — η η ιδιότητα τού παρατηρητικού, η ικανότητα κάποιου να παρατηρεί, να ενεργεί παρατηρήσεις, διορατικότητα, οξυδέρκεια, οξύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρατηρητικός. Η λ., στον λόγιο τ. παρατηρητικότης, μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
σημειωτικός — ή, ό / σημειωτικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η σημειωτική α) γλωσσ. η σημειολογία β) ιατρ. παλαιός όρος για την συμπτωματολογία 2. φρ. α) «σημειωτικό σύμπτωμα» ιατρ. το σύμπτωμα που επιτρέπει την εντόπιση τής έδρας τής πάθησης ενός… … Dictionary of Greek