-
1 παρατηρητής
[паратиритис] ουσ. а. наблюдатель,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παρατηρητής
-
2 наблюдатель
-
3 наблюдатель
-я α., -ница, -ы θ.1. παραρατηρητής•непристрастный наблюдатель αμερόληπτος παρατηρητής•
сторонний наблюдатель ξένος παρατηρητής•
-ли Организации Объединённых Наций παρατηρητές της Οργάνωσης των Ηνωμένων Εθνών.
|| επιτηρητής.2. αυστηρός τηρητής (παραδόσεως, κανόνων, ηθών κ.τ.τ.) -
4 наблюдатель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наблюдатель
-
5 наблюдатель
наблюдательм ὁ παρατηρητής. -
6 наблюдатель
[ναμπλγιουντάτιλ'] ουσ. α. παρατηρητής -
7 наблюдатель
[ναμπλγιουντάτιλ'] ουσ α παρατηρητής -
8 внимательный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно1. προσεχτικός•внимательный наблюдатель προσεχτικός παρατηρητής•
внимательный ученик προσεχτικός μαθητής.
2. (για τρόπους) ευγενής, αβρός, λεπτός•хозяин был -лен ко всем ο νοικοκύρης ήταν ευγενικός σ’ όλους.
-
9 лётчик
-а α.αεροπόρος, πιλότος•лётчик -наблюдатель αεροπόρος-παρατηρητής•
лётчик -истребитель αεροπόρος καταδιωκτικού αεροπλάνου•
лётчик -испытатель αεροπόρος• δοκιμαστής.
-
10 мачтовой
-ого α. παρατηρητής πάνω στο κατάρτι. -
11 нейтральный
επ., βρ: -лен -льна, -льно;1. ουδέτερος•-ая страна ουδέτερη χώρα•
-ое государство ουδέτερο κράτος•
нейтральный наблюдатель ουδέτερος παρατηρητής•
нейтральный человек ουδέτερος άνθρωπος•
-ое поведение ουδέτερη στάση.
2. ούτε βλαβερός, ούτε ωφέλιμος.3. (χημ.) που δεν ανήκει στα οξέα, ούτε και στα αλκάλεια•нейтральный раствор ουδέτερο διάλυμα.
-
12 пассивный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. αδρανής• παθητικός ανεπηρέαστος• απαθής•-ая борьба παθητικός αγώνας•
пассивный наблюдатель παθητικός παρατηρητής•
пассивный характер παθητικός χαρακτήρας•
-ое участие παθητική συμμετοχή.
2. (οικον.) παθητικός, που έχει παθητικό.3. (γραμμ.) παθητικός.εκφρ.- ое избирательное право – η εκλεζιμότητα. -
13 созерцатель
-я α.1. θεατής, παρατηρητής.2. νοητής, διορατικός.
См. также в других словарях:
παρατηρητής — observer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατηρητής — ο, θηλ. παρατηρήτρια, ΝΑ [παρατηρώ] αυτός που παρατηρεί, που ενεργεί παρατηρήσεις, που εξετάζει, που διερευνά κάτι νεοελλ. 1. στρ. αυτός που κατοπτεύει τις κινήσεις τού εχθρού από παρατηρητήριο, αεροπλάνο κ.λπ. 2. α) εντεταλμένος αντιπρόσωπος… … Dictionary of Greek
παρατηρηταί — παρατηρητής observer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατηρητήν — παρατηρητής observer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cadastre de Grèce — Le Cadastre de Grèce (registre foncier) est un dossier complet, unifié, systématique et actualisé en permanence de la propriété hypothécaire. Il comprend la description géométrique et la propriété de chaque parcelle. En Grèce, le cadastre… … Wikipédia en Français
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
Η περιορισμένη ή ειδική σχετικότητα,— — Από τις πιο επαναστατικές συνέπειες των αξιωμάτων που διατυπώθηκαν είναι αναμφισβήτητα η ανάγκη της εγκατάλειψης της έννοιας του απόλυτου χρόνου. Για να καταλάβουμε πως φτάνουμε στο αποτέλεσμα αυτό, ας φανταστούμε μια υποθετική βάση, που… … Dictionary of Greek
θεμέλια της σχετικότητας του Αϊνστάιν — Εκτός από την κίνηση των υλικών σωμάτων, που ρυθμίζεται από τους νόμους της μηχανικής, υπάρχουν στη φύση και φαινόμενα κυματοειδούς τύπου. Ανάμεσα σ’ αυτά, τα ηχητικά κύματα μπορούν να αναχθούν σε τελευταία ανάλυση στην κίνηση των σωματιδίων… … Dictionary of Greek
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek