-
1 παραταυτότης
παραταυτότηςspurious: fem nom sg -
2 παραταυτότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραταυτότης
См. также в других словарях:
παραταυτότης — spurious fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραταυτότης — ἡ, Α νόθα, πλαστή ταυτότητα … Dictionary of Greek