Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

παρατακτική

  • 1 σύνταξη

    [-ις (-εως)] η
    1) редактирование, редакция; 2) редакция (коллектив); 3) составление, сочинение (плана и т. п.);

    σύνταξη των εκλογικών καταλόγων — составление избирательных списков;

    4) грам, синтаксис; построение, конструкция;

    παρατακτική σύνταξη — сочинение;

    5) пенсия;

    συμπληρώνω τα έτη της σύνταξης — достигать пенсионного возраста;

    6) воен. спорт. строй;

    σύνταξη! стройся!, становись!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σύνταξη

См. также в других словарях:

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

  • παρατακτικός — ή, ό [παρατάσσω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παράταξη 2. γραμμ. «παρατακτική σύνταξη» σύνταξη κατά παράταξη …   Dictionary of Greek

  • συμπλεκτικός — ή, ό/συμπλεκτικός, ή, όν, ΝΑ, και συμπλεχτικός, ή, ό, Ν [συμπλέκω] 1. αυτός που συμπλέκει 2. φρ. «συμπλεκτικοί σύνδεσμοι» (στην παρατακτική σύνδεση) σύνδεσμοι που συμπλέκουν, συνενώνουν, καταφατικά ή αποφατικά, ομοειδείς λέξεις ή προτάσεις και οι …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • τε — ΝΜΑ (ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται αντί τού και, στη νεοελλ. ως λόγιος τ. ιδίως σε προτάσεις που περιέχουν δύο και, αντί τού πρώτου (α. «είναι άριστος γνώστης τής τε αρχαίας και τής νεοελληνικής γλώσσας» β. «χρὴ...λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν… …   Dictionary of Greek

  • πόρπη — Αντικείμενο από μέταλλο (χαλκό, σίδερο, άργυρο ή χρυσό στην αρχαιότητα) συμπληρωμένο συχνά με άλλες ύλες (κυρίως κόκαλο ή ελεφαντοστό στην αρχαιότητα, πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους αργότερα) που χρησιμεύει από τους αρχαιότατους χρόνους για να …   Dictionary of Greek

  • παρατακτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην παράταξη του λόγου: Παρατακτική σύνταξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»