Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παρασυρεῖ

  • 1 παρασυρεί

    παρασύρω
    sweep away: aor subj pass 3rd sg (epic)
    παρασῠρεῖ, παρασύρω
    sweep away: fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)
    παρασῠρεῖ, παρασύρω
    sweep away: fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > παρασυρεί

  • 2 παρασυρεῖ

    παρασύρω
    sweep away: aor subj pass 3rd sg (epic)
    παρασῠρεῖ, παρασύρω
    sweep away: fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)
    παρασῠρεῖ, παρασύρω
    sweep away: fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > παρασυρεῖ

  • 3 παρασύρει

    παρασύ̱ρει, παρασύρω
    sweep away: aor subj act 3rd sg (epic)
    παρασύ̱ρει, παρασύρω
    sweep away: pres ind mp 2nd sg
    παρασύ̱ρει, παρασύρω
    sweep away: pres ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > παρασύρει

См. также в других словарях:

  • παρασυρεῖ — παρασύρω sweep away aor subj pass 3rd sg (epic) παρασῠρεῖ , παρασύρω sweep away fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) παρασῠρεῖ , παρασύρω sweep away fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασύρει — παρασύ̱ρει , παρασύρω sweep away aor subj act 3rd sg (epic) παρασύ̱ρει , παρασύρω sweep away pres ind mp 2nd sg παρασύ̱ρει , παρασύρω sweep away pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εδαφολογία — Κλάδος των φυσιογνωστικών επιστημών που ασχολείται με τη μελέτη του εδάφους, όσον αφορά ιδιαίτερα τον τομέα της γεωργίας. Ερευνά επιστημονικά, δηλαδή, τους διάφορους παράγοντες του στρώματος του εδάφους πάνω στο οποίο εξελίσσεται η φυτική ζωή.… …   Dictionary of Greek

  • ερωτοπλάνος — α, ο (Α ἐρωτοπλάνος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που παρασύρει με ψεύτικες ερωτικές εκδηλώσεις 2. αυτός που παρασύρει σε ερωτική ακολασία αρχ. αυτός που εξαπατά το ερωτικό πάθος, που τό κάνει να ξεχνιέται. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + πλάνος < πλανώ] …   Dictionary of Greek

  • Μαχ, Ερνστ — (Ernst Mach, Τουράνι, Μοραβία 1838 – Χάαρ, Βαυαρία 1916). Αυστριακός φιλόσοφος και φυσικός, ιδρυτής του εμπειριοκριτικισμού (βλ. λ.). Φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και από το 1864 έως το 1901 διετέλεσε καθηγητής φυσικής και φιλοσοφίας… …   Dictionary of Greek

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • άλυς — (τουρκ. Κιζίλιρμακ ή Κιζίλ ιρμάκ = κόκκινος χείμαρρος). Ο μεγαλύτερος ποταμός (1.151 χλμ.) της Μικράς Ασίας. Πηγάζει από το Κιοσένταγ, στα όρη μεταξύ Πόντου και Καππαδοκίας, κατευθύνεται ΝΔ και αφού φτάσει περίπου στο κέντρο της Μικράς Ασίας,… …   Dictionary of Greek

  • άχνη — η (AM ἄχνη, Α και ἄχνα, δωρ. τ.) 1. αχνός, ατμός 2. λεπτή σκόνη από αλεύρι 3. σκόνη από μέταλλο αρχ. 1. (για υγρό) αφρός (ιδίως της θάλασσας) 2. δροσιά, πάχνη 3. καπνός 4. το φλούδι που παρασύρει ο άνεμος κατά το λίχνισμα, το λεπτό άχυρο 5. ιατρ …   Dictionary of Greek

  • αβανταδόρος — ο (θηλ. α και ισσα) 1. αυτός που παίζοντας εικονικά με χρήματα χαρτοπαικτικής λέσχης έχει σκοπό να παρασύρει και άλλους στο παιχνίδι 2. αυτός που αγοράζει εικονικά από μικροπωλητή τού πεζοδρομίου για να προσελκύσει αγοραστές 3. γενικά, όποιος ζει …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»