-
1 παρασυρείσαν
-
2 παρασυρεῖσαν
См. также в других словарях:
παρασυρεῖσαν — παρασύρω sweep away aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 παρασυρείσαν
2 παρασυρεῖσαν
παρασυρεῖσαν — παρασύρω sweep away aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)