-
1 παρασυνάγχη
παρασυν-άγχη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασυνάγχη
-
2 παρασυναγωγή
παρασυν-ᾰγωγή, ἡ, Rhet.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασυναγωγή
-
3 παρασύναξις
A clandestine religious assembly, Cod.Just.1.5.8.3,5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασύναξις
-
4 παρασυναπτικὸς
A connective particle which implies a fact, i. e. causal (e.g. ἐπεί as opp. εἰ), D.T.642.25, A.D.Conj.220.14, al., Simp. in Ph.9.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασυναπτικὸς
-
5 παρασυνάπτομαι
A to be connected by a causal particle, Crinis Stoic.3.269 ;[τῶν ἀξιωμάτων] τὰ μὲν συνημμένα, τὰ δὲ παρασυνημμένα τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον Ph.1.321
, cf. A.D.Synt.8.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασυνάπτομαι
-
6 παρασυνεργός
παρασυν-εργός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασυνεργός
-
7 παρασύνεσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασύνεσις
-
8 παρασυνήθως
παρασυν-ήθως, Adv.A in a manner contrary to custom, PMasp.6.5 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασυνήθως
-
9 παρασύνθετος
παρασύν-θετος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασύνθετος
-
10 παρασύνθημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασύνθημα
-
11 παρασυνίσταμαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασυνίσταμαι
-
12 παρα-ξύν-εσις
παρα-ξύν-εσις, ἡ, = παρασύνεσις, u. so die andern Zusammensetzungen mit παραξυν –, s. παρασυν –.
-
13 παραξυν-
староатт. = παρασυν-
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский