Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παραστάσι

См. также в других словарях:

  • παραστάσι — παραστάσῑ , παράστασις putting aside fem dat sg (epic doric ionic aeolic) παραστάς anything that stands beside fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστᾶσι — παραστάζω drop upon fut part act masc/neut dat pl (doric) παρίστημι cause to stand aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράστασι — παράστασις putting aside fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • παραστᾶσ' — παραστᾶσα , παραστάζω drop upon fut part act fem nom/voc sg (doric) παραστᾶσι , παραστάζω drop upon fut part act masc/neut dat pl (doric) παραστᾶσαι , παραστάζω drop upon fut part act fem nom/voc pl (doric) παραστᾶσα , παρίστημι cause to stand… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ХРАМ —    • Templum,          называется всякое отрезанное, т. е. отделенное и очерченное место (одного корня с τέμνω, τέμενος), особенно же          a) пространство, которое авгур своим посохом (lituus) обводит по небу и земле для того, чтобы в этом… …   Реальный словарь классических древностей

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • Πρινιάς — Όνομα 4 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 610 μ.), στην πρώην επαρχία Μαλεβιζίου, του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της πρώην επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.). Ο Π. βρίσκεται, 33 χλμ. ΝΔ του Ηρακλείου, κοντά… …   Dictionary of Greek

  • Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»