-
1 παραστάσι
παραστάζωdrop upon: fut part act masc /neut dat pl (doric)παρίστημιcause to stand: aor part act masc /neut dat pl (attic epic ionic) -
2 παραστᾶσι
παραστάζωdrop upon: fut part act masc /neut dat pl (doric)παρίστημιcause to stand: aor part act masc /neut dat pl (attic epic ionic) -
3 παραστάσι
παραστάσῑ, παράστασιςputting aside: fem dat sg (epic doric ionic aeolic)παραστάςanything that stands beside: fem dat pl -
4 παράστασι
παράστασιςputting aside: fem voc sg -
5 παραστάσ'
παραστᾶσα, παραστάζωdrop upon: fut part act fem nom /voc sg (doric)παραστᾶσι, παραστάζωdrop upon: fut part act masc /neut dat pl (doric)παραστᾶσαι, παραστάζωdrop upon: fut part act fem nom /voc pl (doric)παραστᾶσα, παρίστημιcause to stand: aor part act fem nom /voc sgπαραστᾶσι, παρίστημιcause to stand: aor part act masc /neut dat pl (attic epic ionic)παραστᾶσαι, παρίστημιcause to stand: aor part act fem nom /voc plπαραστᾶσαι, παρίστημιcause to stand: aor inf act (doric) -
6 παραστᾶσ'
παραστᾶσα, παραστάζωdrop upon: fut part act fem nom /voc sg (doric)παραστᾶσι, παραστάζωdrop upon: fut part act masc /neut dat pl (doric)παραστᾶσαι, παραστάζωdrop upon: fut part act fem nom /voc pl (doric)παραστᾶσα, παρίστημιcause to stand: aor part act fem nom /voc sgπαραστᾶσι, παρίστημιcause to stand: aor part act masc /neut dat pl (attic epic ionic)παραστᾶσαι, παρίστημιcause to stand: aor part act fem nom /voc plπαραστᾶσαι, παρίστημιcause to stand: aor inf act (doric) -
7 παστάς
2 colonnade, such as ran round temples, X.Mem.3.8.9(pl.), prob. for παραστάσι in Id.Hier.11.2 ; τὰς δὲ παστάδας κοινὰς εἶμεν πάντεσσι, at Delphi, IG22.1126.22, cf. 42(1).109 ii 122 (Epid.) ; = Lat. porticus, D.H.4.44 (pl.), Plu.Galb.25.3 part of the house next the porch, hall, A.R.1.789, AP6.172.II inner room, bridal chamber, ἀκτέριστον ἀμφὶ π., of the cave in which Antigone was immured, S.Ant. 1207 ;κεδρωτὰ παστάδων τέραμνα E.Or. 1371
(lyr.), cf. Theoc.24.46, AP9.245 (Antiphan.), Menemach. ap. Orib.10.14.3 ; παστάδος ὥρη, of marriageable age, Epigr.Gr. 521 ([place name] Thessalonica), cf.Chor.in Rev.Phil. 1.241 ; ἄμοιρος ἔτι παστάδος, of a bachelor, Id.Proc.1, cf. 4.
См. также в других словарях:
παραστάσι — παραστάσῑ , παράστασις putting aside fem dat sg (epic doric ionic aeolic) παραστάς anything that stands beside fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραστᾶσι — παραστάζω drop upon fut part act masc/neut dat pl (doric) παρίστημι cause to stand aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράστασι — παράστασις putting aside fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek
παραστᾶσ' — παραστᾶσα , παραστάζω drop upon fut part act fem nom/voc sg (doric) παραστᾶσι , παραστάζω drop upon fut part act masc/neut dat pl (doric) παραστᾶσαι , παραστάζω drop upon fut part act fem nom/voc pl (doric) παραστᾶσα , παρίστημι cause to stand… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ХРАМ — • Templum, называется всякое отрезанное, т. е. отделенное и очерченное место (одного корня с τέμνω, τέμενος), особенно же a) пространство, которое авгур своим посохом (lituus) обводит по небу и земле для того, чтобы в этом… … Реальный словарь классических древностей
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
Πρινιάς — Όνομα 4 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 610 μ.), στην πρώην επαρχία Μαλεβιζίου, του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της πρώην επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.). Ο Π. βρίσκεται, 33 χλμ. ΝΔ του Ηρακλείου, κοντά… … Dictionary of Greek
Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… … Dictionary of Greek