Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παρασπείρω

См. также в других словарях:

  • παρασπείρω — Α 1. σπέρνω κοντά σε κάτι 2. σπέρνω επί πλέον 3. διασπείρω, διασκορπίζω 4. εισάγω με τρόπο ύπουλο, δόλιο και απατηλό 5. παθ. μτφ. διασπείρομαι, διασκορπίζομαι, διαχέομαι («παρεσπαρμένη τοῑς πόροις ἡ ψυχή», Πλατ.) …   Dictionary of Greek

  • παρασπορά — ἡ, ΜΑ [παρασπείρω] η σπορά κοντά σε κάτι άλλο μσν. (στα ιερά κείμενα τής Βίβλου) παρεμβολή αρχ. 1. διασπορά 2. ανάμιξη …   Dictionary of Greek

  • σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… …   Dictionary of Greek

  • συμπαρασπείρω — Α διασπείρω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρασπείρω «διασπείρω, διασκορπίζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»