-
1 παρασκευάση
παρασκευάσηι, παρασκεύασιςfem dat sg (epic)παρασκευάζωaor subj mid 2nd sgπαρασκευάζωaor subj act 3rd sgπαρασκευάζωfut ind mid 2nd sgπαρασκευάζωaor subj mid 2nd sgπαρασκευάζωaor subj act 3rd sgπαρασκευάζωfut ind mid 2nd sg -
2 παρασκευάσῃ
παρασκευάσηι, παρασκεύασιςfem dat sg (epic)παρασκευάζωaor subj mid 2nd sgπαρασκευάζωaor subj act 3rd sgπαρασκευάζωfut ind mid 2nd sgπαρασκευάζωaor subj mid 2nd sgπαρασκευάζωaor subj act 3rd sgπαρασκευάζωfut ind mid 2nd sg -
3 παρασκεύαση
[-ις (-εως)] η1) приготовление; изготовление; выделывание; 2) подготовка, подготавливание; 3) препарирование -
4 παρασκευάσηι
παρασκεύασιςfem dat sg (epic)παρασκευάσῃ, παρασκευάζωaor subj mid 2nd sgπαρασκευάσῃ, παρασκευάζωaor subj act 3rd sgπαρασκευάσῃ, παρασκευάζωfut ind mid 2nd sgπαρασκευάσῃ, παρασκευάζωaor subj mid 2nd sgπαρασκευάσῃ, παρασκευάζωaor subj act 3rd sgπαρασκευάσῃ, παρασκευάζωfut ind mid 2nd sg -
5 παρασκευή
η см. παρασκεύαση
См. также в других словарях:
παρασκευάσῃ — παρασκευάσηι , παρασκεύασις fem dat sg (epic) παρασκευάζω aor subj mid 2nd sg παρασκευάζω aor subj act 3rd sg παρασκευάζω fut ind mid 2nd sg παρασκευάζω aor subj mid 2nd sg παρασκευάζω aor subj act 3rd sg παρασκευάζω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασκευάσηι — παρασκεύασις fem dat sg (epic) παρασκευάσῃ , παρασκευάζω aor subj mid 2nd sg παρασκευάσῃ , παρασκευάζω aor subj act 3rd sg παρασκευάσῃ , παρασκευάζω fut ind mid 2nd sg παρασκευάσῃ , παρασκευάζω aor subj mid 2nd sg παρασκευάσῃ , παρασκευάζω aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμούχος — και αιολ. τ. τιμῶχος και τιμάοχος, ὁ, Α 1. αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές 2. τίτλος άρχοντα σε μερικές ελληνικές πόλεις («καὶ ὃς ἄν ἔξω τι τῶν τούτων ἱεροποιὸς παρασκευάσῃ ὑπὸ τῶν τιμούχων ζημιοῡται», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + οῦχος* (< … Dictionary of Greek