Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παραπύθια

См. также в других словарях:

  • παραπύθια — τά, Μ ασθένεια η οποία εμπόδιζε κάποιον να αναδειχθεί νικητής κατά τα Πύθια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για κωμ. λ. πλασμένη από το παρ(α) * + Πύθια, κατά το παρ ίσθμια «φλεγμονή τών αμυγδαλών»] …   Dictionary of Greek

  • παραπύθι' — παραπύθια , παραπύθια sickness which prevented one from being victor at the neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»