-
1 παραπλησιον
(τό) adv. равно, равным образом, подобноπ. ὡς (ὥσπερ и καί) Thuc., Dem. — подобно тому как;
ἠσθένησεν π. θανάτου NT. — он заболел и был при смерти -
2 παραπλήσιον
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παραπλήσιον
-
3 παραπλήσιον
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παραπλήσιον
-
4 παραπλήσιον
равно, подобно, близко к, при (смерти).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παραπλήσιον
-
5 παραπλήσιον
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παραπλήσιον
-
6 παραπλησια
-
7 παραπλησιος
близкий, сходный, подобный, почти одинаковыйταὐτὸν ἢ ἐγγύς τι καὴ παραπλήσιον Plat. — то же самое или почти одно и то же;τοιαῦτα καὴ παραπλήσια Thuc. — такие же или им подобные (обстоятельства);ναυσὴ παραπλησίαις τὸν ἀριθμὸν καὴ πρότερον Thuc. — с таким же приблизительно количеством судов, что и прежде;παραπλήσιά τε πεπόνθεσαν καὴ ἔδρασαν αὐτοὴ ἐν Πύλῳ Thuc. — (афиняне) находились в таком же приблизительно положении, какое они создали (лакедемонянам) в Пилосе -
8 3897
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3897
См. также в других словарях:
παραπλησίον — παραπλέω sail by fut part act masc voc sg (doric) παραπλέω sail by fut part act neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλήσιον — παραπλήσιος coming alongside of masc acc sg παραπλήσιος coming alongside of neut nom/voc/acc sg παραπλήσιος coming alongside of masc/fem acc sg παραπλήσιος coming alongside of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PERDIX — I. PERDIX Daedali nepos. quem, cum serrae usum primus reperisset, a patruo invidiâ percito ab excelsa quâdam turri ferunt perisset, a patruo invidiâ percito ab excelsa quâdam turri ferunt praecipitatum, deorumque misericordiâ in avem sui nominis… … Hofmann J. Lexicon universale
PYRAMUS — I. PYRAMUS Graece πυραμοῦς, placentae genus, victoribus olim dari solitum, Artemidorus, l. 1. c. 74. Non tamen omnibus, sed tantum iis, qui in potatoria palaestrâ reliquos in somniâ vicissent. Aristophanis Scholia Equitibus, ὁ διαγρυπνήσας μέχρι… … Hofmann J. Lexicon universale
επίφαση — η (AM ἐπίφασις) [επιφαίνω] 1. η εξωτερική όψη, η εμφάνιση, το εξωτερικό («ἐπίφασις βασιλικὴ καὶ δύναμις», Πολ.) 2. φρ. «κατ’ επίφαση( ιν)» φαινομενικά («κατὰ μὲν τὴν ἐπίφασιν ἐποίει τὸ παραπλήσιον, κατὰ δὲ τὴν ἀλήθειαν...», Πολ.) αρχ. 1. η… … Dictionary of Greek
καύμα — και κάμα (ΑΜ καῡμα, ατος) [καίω] 1. υπερβολική ζέστη λόγω μεγάλης θερμότητας τού ηλίου, καύσωνας (α. «στο κάμα το μεσημερνό αχνίζουν τα χαλίκια», Γρυπ. β. «κυνικά καύματα» γ. «πρὶν ἄν τὸ καῡμα παρέλθῃ», Πλάτ.) 2. έγκαυμα μσν. θυσία μσν. αρχ. μτφ … Dictionary of Greek
κόκκυγας — Το κυριότερο ακραίο οστό της σπονδυλικής στήλης. Έχει επίπεδο, τριγωνικό σχήμα και ενώνεται με την κάτω επιφάνεια του ιερού οστού. Ο κ. σχηματίζεται από τη συνένωση των τελευταίων τεσσάρων έως έξι σπονδύλων, οι οποίοι είναι ατροφικοί. Η βάση του… … Dictionary of Greek
παραπλήσιος — α, ο / παραπλήσιος, ία, ον, θηλ. και ος, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά ή παραπλεύρως σε κάποιον 2. ο σχεδόν όμοιος με κάποιον, παρεμφερής, παρόμοιος 3. ο περίπου ίσος με κάποιον 4. συνομήλικος αρχ. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek
σηνίκη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἄτροχος ἅμαξα καὶ τὸ τετράπουν ζῷον, σαύρα παραπλήσιον καὶ ζῷον πολύπουν ὅμοιον τοῑς κατοικιδίοις ὄνοις» … Dictionary of Greek
συγκλείω — ΝΜΑ, και ιων. τ. συγκληΐω και αττ. τ. ξυγκλῄω Α [κλείω / κλῄω] κλείνω μαζί αρχ. 1. κλείνω μέσα, περικλείω («αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στήθος», Αριστοτ.) 2. περιλαμβάνω («συγκλείειν θεούς τῇ ὕλη», Πλούτ.) 3. αποκλείω, φράζω («[ἡ πολεμία] ξυνέκληε … Dictionary of Greek
χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… … Dictionary of Greek