-
1 παραπιπτω
(fut. παραπεσοῦμαι, aor. 2 παρέπεσον)1) падать возле2) случаться, оказываться, (случайно) попадаться, встречатьсяκατὰ τύχην παραπεσοῦσα νηῦς Her. — случайно встретившийся корабль;
ὅπου ἂν παραπίπτῃ Xen. — где бы он ни попался;καιρὸς παραπεπτωκώς Dem. — представившийся (удобный) случай;τῷ παραπεπτωκότι λόγῳ Plat. — о чем зашел разговор;πᾶν τὸ παραπίπτον или παραπεσόν Polyb., Plut. — все, что встречается или встречалось (на пути) (см. тж. παραπεσών);π. κατὰ βοήθειαν Polyb. — неожиданно приходить на помощь3) сталкиваться(οἱ ἰχθύες παραπίπτοντες Arst.)
4) врываться, вторгаться(εἰς τὸ Σαμικόν, εἰς τέν ἄκραν Polyb.)
5) обгонять, опережать(τοὺς διώκοντας Polyb.)
6) отклоняться, уклоняться(τῆς ὁδοῦ, τῆς ἀληθείας Polyb.; παραπεσόντας πάλιν ἀνακαινίζειν εἰς μετάνοιαν NT.)
7) ошибаться, заблуждаться(ἔν τινι Xen.)
-
2 παραπίπτω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παραπίπτω
-
3 παραπίπτω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παραπίπτω
-
4 παραπίπτω
(αόρ. παρέπεσα) см. παραπέφτω -
5 παραπίπτω
отпадать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παραπίπτω
-
6 παραπεσων
-
7 3895
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3895
См. также в других словарях:
παραπίπτω — ΝΜΑ πέφτω παράμερα, παραπέφτω, χάνομαι («ἡ ἀκολουθία τοῡ ἁγίου... παραπεσοῡσα οὐχ εὑρίσκετο», Ευστ.) μσν. αρχ. αμαρτάνω αρχ. 1. πέφτω κοντά ή δίπλα σε κάποιον ή σε κάτι («ἐγγὺς δὲ τῶν τειχῶν τὸ σῶμα... παραπεπτωκός», Πλούτ.) 2. έρχομαι… … Dictionary of Greek
παραπεπτωκότα — παραπίπτω fall beside perf part act neut nom/voc/acc pl παραπίπτω fall beside perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπεσόν — παραπίπτω fall beside aor part act masc voc sg παραπίπτω fall beside aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπεσόντα — παραπίπτω fall beside aor part act neut nom/voc/acc pl παραπίπτω fall beside aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπεσόντων — παραπίπτω fall beside aor part act masc/neut gen pl παραπίπτω fall beside aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπέπτωκε — παραπίπτω fall beside perf imperat act 2nd sg παραπίπτω fall beside perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπέπτωκεν — παραπίπτω fall beside perf ind act 3rd sg παραπίπτω fall beside plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπῖπτον — παραπίπτω fall beside pres part act masc voc sg παραπίπτω fall beside pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέπεσον — παραπίπτω fall beside aor ind act 3rd pl παραπίπτω fall beside aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπεπτηῶτος — παραπίπτω fall beside perf part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπεπτωκυῖα — παραπίπτω fall beside perf part act fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)