-
1 παραπετώ
παραπετάω (αόρ. παραπέταξα) μετ. 1.1) отбрасывать (на большое расстояние); 2) выбрасывать (в большом или чрезмерном количестве); растрачивать, разбазаривать; 3) трен, бросать, совсем забрасывать (кого-л.), переставать заботиться (о ком-л.); 2. αμετ. лететь слишком долго; лететь слишком высоко;παραπετώ ψηλά прям. перен. — залететь слишком высоко
-
2 παραπετώ
[парапэто] р. отбрасывать, отвергать, выбрасывать, браковать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παραπετώ
-
3 παραπετώ
[парапэто] ρ отбрасывать, отвергать, выбрасывать, браковать. -
4 mislay
[mis'lei]past tense, past participle - mislaid; verb(to lose: I seem to have mislaid my wallet.) χάνω,παραπετώ -
5 misplace
[mis'pleis]1) (to lose, mislay.) χάνω,παραπετώ2) (to give (trust, love) to the wrong person: Your trust in him was misplaced.) εμπιστεύομαι σε λάθος άνθρωπο
См. также в других словарях:
παραπετώ — ( άω), παραπέταξα, παραπετάχτηκα, παραπεταγμένος και μένος 1. μτβ., πετώ κάτι παράμερα, ρίχνω στην άκρη: Μην παραπετάς έτσι τα ατομικά σου είδη. 2. μτφ., αφήνω, εγκαταλείπω, αδιαφορώ: Παραπέταξε τους γονείς του τώρα που τον χρειάζονται. 3. αμτβ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπετώ — άω 1. ρίχνω κάτι παράμερα ως άχρηστο ή αφήνω κάτι κάπου από αμέλεια ή περιφρόνηση, εγκαταλείπω 2. ρίχνω κάτι σε μεγάλη απόσταση ή απορρίπτω σε υπερβολική ποσότητα ή συχνότερα από όσο πρέπει 3. πετώ σε μεγάλο ύψος ή για πολύ χρόνο … Dictionary of Greek
παραπετάω — παραπετώ ( άω), παραπέταξα, παραπετάχτηκα, παραπεταγμένος και μένος 1. μτβ., πετώ κάτι παράμερα, ρίχνω στην άκρη: Μην παραπετάς έτσι τα ατομικά σου είδη. 2. μτφ., αφήνω, εγκαταλείπω, αδιαφορώ: Παραπέταξε τους γονείς του τώρα που τον χρειάζονται.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπέταμα — το [παραπετώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραπετώ, εγκατάλειψη … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παραρρίπτω — ΝΑ, παραρριπτῶ, έω και ποιητ. τ. παραρίπτω Α, παραρίχνω Ν ρίχνω κάτι παράμερα περιφρονητικά, παραπετώ νεοελλ. 1. ρίχνω κάτι σε μεγαλύτερη ποσότητα από όση πρέπει («παράριξες αλάτι στο φαΐ και τό έκανες λύσσα») 2. ρίχνω κάτι σε άμιλλα με κάποιον… … Dictionary of Greek
παραπετάω — (σπάν. παραπετώ), παραπέταξα, παραπετα(γ)μένος βλ. πίν. 64 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραπέταμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του παραπετώ, πέταμα παράμερα: Αν γνωρίζατε τι στοιχίζει στο κράτος το παραπέταμα των βιβλίων, δε θα το κάνατε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραρίχνω — παράριξα, παραρίχτηκα, παραριγμένος 1. ρίχνω κάτι υπερβολικά: Παράριξες αλάτι στο φαγητό. 2. ρίχνω στην άκρη, παραπετώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)