Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παραξιφίς

См. также в других словарях:

  • παραξιφίς — knife worn beside the sword fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραξιφίς — ίδος, ἡ, ΜΑ μικρό μαχαίρι το οποίο έφεραν δίπλα στο ξίφος («ξίφη... φοροῡσιν ἔχοντες σπιθαμαίας παραξιφίδας», Διόδ.) αρχ. στον πληθ. Παραξιφίδες τίτλος βιβλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ξίφος + επίθημα ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

  • παραξιφίδα — παραξιφίς knife worn beside the sword fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραξιφίδας — παραξιφίς knife worn beside the sword fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραξιφίδι — παραξιφίς knife worn beside the sword fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραξιφίδιον — το, ΜΑ [παραξιφίς, ίδος] υποκορ. τού παραξιφίς* …   Dictionary of Greek

  • ՍՈՒՐ 2 — (սրոյ, սուրք.) NBH 2 0733 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c ա. ξίφος, μάχαιρα, ῤομφαία gladius, ensis παραξιφίς pugio, sica եւ ξιφόν novacula. որ եւ ՍՈՒՍԵՐ. Երկաթ սրեալ ʼի հատանել. վաղակ. վաղակաւոր. դաշոյն. նրան. եւ Դանակ. կտրոց …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»