-
1 παραναλωμα
-
2 παρανάλωμα
το:παρανάλωμα του πυρός — жертва огня;
έγινε παρανάλωμα τού πυρός — стал жертвой огня, сгорел дотла
См. также в других словарях:
παρανάλωμα — useless expense neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανάλωμα — το, ΝΜΑ [παραναλίσκω / παραναλόω] αυτό που ανώφελα, χωρίς λόγο καταναλώθηκε ή αυτό που άδικα καταστράφηκε νεοελλ. φρ. «έγινε παρανάλωμα φωτιάς» κάηκε εντελώς, καταστράφηκε τελείως, έγινε ολοκαύτωμα αρχ. 1. αυτό που τυχαία δαπανήθηκε 2. φρ.… … Dictionary of Greek
παρανάλωμα — το, ατος άδικη ή τελειωτική καταστροφή, μόνο στη φράση: Παρανάλωμα του πυρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραναλώμασιν — παρανάλωμα useless expense neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραναλώματα — παρανάλωμα useless expense neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
въдати — ВЪДА|ТИ (645), МЬ, СТЬ гл. 1.Вручить, передать что л. из рук в руки: влстелинъ града того видѣвъ ѡтрока въ такомь съмерении и покорении соуща... вдасть же ѥмоу и ѡдежю свѣтьлоу да ходить въ неи. ЖФП XII, 30б; и сън˫а бьрнъ клобоукъ съ кнѩзѩ. и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παραβόσκημα — τὸ, Μ [παραβόσκω] (για φωτιά) παρανάλωμα … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek