Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παρανομῇ

  • 1 παρανομή

    παρανομέω
    transgress the law: pres subj mp 2nd sg
    παρανομέω
    transgress the law: pres ind mp 2nd sg
    παρανομέω
    transgress the law: pres subj act 3rd sg
    παρανομέω
    transgress the law: pres subj mp 2nd sg
    παρανομέω
    transgress the law: pres ind mp 2nd sg
    παρανομέω
    transgress the law: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > παρανομή

  • 2 παρανομῇ

    παρανομέω
    transgress the law: pres subj mp 2nd sg
    παρανομέω
    transgress the law: pres ind mp 2nd sg
    παρανομέω
    transgress the law: pres subj act 3rd sg
    παρανομέω
    transgress the law: pres subj mp 2nd sg
    παρανομέω
    transgress the law: pres ind mp 2nd sg
    παρανομέω
    transgress the law: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > παρανομῇ

См. также в других словарях:

  • παρανομῇ — παρανομέω transgress the law pres subj mp 2nd sg παρανομέω transgress the law pres ind mp 2nd sg παρανομέω transgress the law pres subj act 3rd sg παρανομέω transgress the law pres subj mp 2nd sg παρανομέω transgress the law pres ind mp 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ντοπάρισμα αίματος — Παράνομη και επικίνδυνη διαδικασία τεχνητής αύξησης της αθλητικής απόδοσης. Αρκετά πριν από τους αγώνες, αφαιρείται από τον αθλητή 1/2 λίτρου αίματος και αποθηκεύεται σε τράπεζα αίματος. Στο ενδιάμεσο διάστημα, το αίμα του και τα ερυθρά… …   Dictionary of Greek

  • Nikolas Asimos — Nikolaos Asimopoulos Born August 20, 1949(1949 08 20) Died March 17, 1988(1988 03 17) (aged 38) Nationality Greek Other names Nikos Asimos …   Wikipedia

  • κατακράτηση — Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει όποιος στερεί την ελευθερία άλλου, κλείνοντάς τον σε περιορισμένο χώρο παρά τη θέλησή του ή περιορίζοντας τις κινήσεις του κατά οποιονδήποτε τρόπο. Τιμωρείται με φυλάκιση, ανάλογα με τη διάρκειά της. Οι νόμοι… …   Dictionary of Greek

  • ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… …   Dictionary of Greek

  • αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… …   Dictionary of Greek

  • απειλή — (Νομ.). Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει και τιμωρεί με φυλάκιση έως δύο ετών εκείνον που απειλεί άλλον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη σε βαθμό τέτοιο που να του δημιουργεί τρόμο ή ανησυχία. Στοιχείο του αδικήματος αυτού δεν είναι η άσκηση… …   Dictionary of Greek

  • βιαιοπραγία — Η παράνομη επέμβαση πάνω στο σώμα άλλου, με σκοπό είτε την κακοποίησή του (πρόκληση σωματικής βλάβης) είτε τον περιορισμό της ελευθερίας του (δέσμευση) είτε την προσβολή της τιμής του (ράπισμα, φτύσιμο κλπ.). Συχνά, μια πράξη β. ολοκληρώνεται σε… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • καταναγκασμός — Έννοια που απασχολεί τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία και την πρακτική του δικαίου, γιατί αναφέρεται τόσο στη νόμιμη όσο και στην παράνομη χρήση βίας. Ο κ. υπόκειται γενικά σε τριών ειδών διακρίσεις. Η πρώτη αναφέρεται στη διάκριση ανάμεσα σε… …   Dictionary of Greek

  • κλοποσπορία — κλοποσπορία, ἡ (Μ) 1. σύλληψη από παράνομη συνουσία 2. η κρυφή ή παράνομη συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλοπή + σπορία (< σπορος < σπόρος), πρβλ. ιδιο σπορία, φυτο σπορία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»