Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παρανατέλλω

См. также в других словарях:

  • παρανατέλλω — και ποιητ. τ. παραντέλλω, ΜΑ [ανατέλλω / αντέλλω] (για αστέρα) ανατέλλω, αναφαίνομαι κοντά σε κάποιον αρχ. 1. (για οικοδομή) κατασκευάζομαι κοντά σε κάποια άλλη 2. (για την ημέρα) ανατέλλω 3. σηκώνω κάτι ψηλά …   Dictionary of Greek

  • παρανατολή — ἡ, Α [παρανατέλλω] ταυτόχρονη ανατολή δύο αστέρων …   Dictionary of Greek

  • παραντέλλω — Α (ποιητ. τ.) βλ. παρανατέλλω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»