-
1 παρανατελλω
-
2 παραντελλω
Anth. = παρανατέλλω См. παρανατελλω
См. также в других словарях:
παρανατέλλω — και ποιητ. τ. παραντέλλω, ΜΑ [ανατέλλω / αντέλλω] (για αστέρα) ανατέλλω, αναφαίνομαι κοντά σε κάποιον αρχ. 1. (για οικοδομή) κατασκευάζομαι κοντά σε κάποια άλλη 2. (για την ημέρα) ανατέλλω 3. σηκώνω κάτι ψηλά … Dictionary of Greek
παρανατολή — ἡ, Α [παρανατέλλω] ταυτόχρονη ανατολή δύο αστέρων … Dictionary of Greek
παραντέλλω — Α (ποιητ. τ.) βλ. παρανατέλλω … Dictionary of Greek