-
1 παραναλούμενος
παρανᾱλούμενος, παραναλίσκωspend amiss: pres part mp masc nom sgπαραναλόωspend amiss: pres part mp masc nom sg -
2 παραναλίσκω
A spend amiss, waste, squander, throw away,παραναλώσετε πάνθ' ὅσ' ἂν δαπανήσητε D.Prooem. 21
;ἐκ τῶν ἰδίων π. εἰς οὐδὲν δέον Id.13.4
, cf. J.BJ 3.7.13 ; ruin, τὴν πόλιν ib.2.21.7 :—[voice] Pass., of persons, to be sacrificed incidentally,παραναλώθησαν Plu.Lys.28
, cf. D.S.14.5 ;ἀπολώλαμεν, παρανηλώμεθα LXX Nu. 17.12(27)
: in Com., to be spent incidentally, [tense] pres. part. [voice] Pass.παραναλούμενος Antiph.164.5
: [tense] pf.παραναλωμένος Arched.2.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραναλίσκω
См. также в других словарях:
παραναλούμενος — παρανᾱλούμενος , παραναλίσκω spend amiss pres part mp masc nom sg παραναλόω spend amiss pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραναλίσκω — ή παραναλόω Α 1. δαπανώ, ξοδεύω περισσότερα από όσο πρέπει, σπαταλώ, ασωτεύω 2. καταστρέφω, αφανίζω 3. παθ. παραναλίσκομαι (για πρόσ.) θυσιάζομαι άδικα, ανώφελα 4. (η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. και μέσ. παρακμ.) παραναλούμενος και παραναλωμένος… … Dictionary of Greek