-
1 παραναδυομαι
-
2 παραναδύομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραναδύομαι
-
3 παραναδύομαι
παρ-ανα-δύομαι, daneben herauskommen, hervortauchen -
4 παραναδυόμενοι
παραναδύομαιcreep: pres part mp masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
παραναδύομαι — ΜΑ [αναδύομαι] αναδύομαι δίπλα σε κάποιον ή βγαίνω από κάπου έρποντας («ὄφεις... ἐκ τοῡ κισσοῡ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι... ἐξέπληττον», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
παραναδυόμενοι — παραναδύομαι creep pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)