-
1 παραμεθίημι
A let pass,τὴν κάθαρσιν Hp.Mul.1.67
: c. gen. part., π. τοῦ αἵματος ib.25 ; τῆς αὔξης τῷ ἐμβρύῳ ib.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραμεθίημι
См. также в других словарях:
παραμεθίημι — Α αφήνω κάτι να ρεύσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μεθίημι «αφήνω»] … Dictionary of Greek
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek