-
1 παραμαρτανω
См. также в других словарях:
παραμαρτάνω — Α 1. σφάλλω, πλανώμαι σε μεγάλο βαθμό 2. βλάπτω, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἁμαρτάνω] … Dictionary of Greek
1 παραμαρτανω
παραμαρτάνω — Α 1. σφάλλω, πλανώμαι σε μεγάλο βαθμό 2. βλάπτω, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἁμαρτάνω] … Dictionary of Greek