-
1 παραμήκης
παραμήκ-ης, ες,A oblong or oval,ὑποχονδρίου σύντασις π. πρὸς ὀμφαλόν Hp.Epid.1.26
.β' ; τρῆμα, αὐλῶνες, Plb.1.22.6, Agatharch.44 ;λόφος D.S.15.32
; ἀσπίς, πίνακες, Ascl.Tact.1.3, Gem.16.4 ; π. σφαιροειδές prolate spheroid, Archim.Con.Sph.Praef., al.;γῆ Str.17.3.23
; τὸ π. ἔντερον the rectum, Aret.SA2.10, SD1.7 ; of military formations, opp.πλάγιος, φάλαγξ Ascl.Tact.10.21
, cf. Arr.Tact.26.2 : [comp] Comp.- κέστερος Gp.19.6.1
;κύκλου παραμηκεστέρου Paus.5.26.3
. Adv., [dialect] Ion. παραμηκέως, κληΐς π. καταγεῖσα, of a bone fractured obliquely, opp. ἀτρεκέως, Hp.Art.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραμήκης
-
2 παραμηκύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραμηκύνω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский