-
1 παραλαμπω
См. также в других словарях:
παραλάμπω — Α λάμπω, φέγγω λίγο … Dictionary of Greek
λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… … Dictionary of Greek
συμπαραλάμπω — Α συμμετέχω στην αίγλη κάποιου άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραλάμπω «λάμπω, φέγγω λίγο»] … Dictionary of Greek