-
1 παραλογιστικός
παραλογιστικόςmasc nom sg -
2 παραλογιστικός
A fallacious, Arist.Rh. 1367b4 ; given to fallacious reasoning, Id.SE 172b3, Jul.Or.7.216a. Adv.- κῶς Poll.9.135
; gloss on παραβλήδην, Sch.A.R.3.107.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλογιστικός
-
3 παραλογιστικά
παραλογιστικόςneut nom /voc /acc plπαραλογιστικά̱, παραλογιστικόςfem nom /voc /acc dualπαραλογιστικά̱, παραλογιστικόςfem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 παραλογιστικόν
παραλογιστικόςmasc acc sgπαραλογιστικόςneut nom /voc /acc sg -
5 παραλογιστικοί
παραλογιστικόςmasc nom /voc pl -
6 παραλογιστικούς
παραλογιστικόςmasc acc pl -
7 παραλογιστική
παραλογιστικόςfem nom /voc sg (attic epic ionic) -
8 παραλογιστικήν
παραλογιστικόςfem acc sg (attic epic ionic) -
9 παραλογιστικώτερος
παραλογιστικόςmasc nom comp sg -
10 παραλογιστικής
-
11 παραλογιστικῆς
-
12 παραλογιστικοίς
-
13 παραλογιστικοῖς
-
14 παραλογιστικώ
-
15 παραλογιστικῷ
-
16 παραλογιστικώς
-
17 παραλογιστικῶς
-
18 διαπνεύστας
δια-πνεύστας· παραλογιστικός, prob.in Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπνεύστας
См. также в других словарях:
παραλογιστικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστικός — ή, ό, ΝΑ [παραλογίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παραλογισμό, χαρακτηριστικός τού παραλογισμού 2. αυτός που είναι επιτήδειος ή επιρρεπής σε ψευδείς, εσφαλμένους συλλογισμούς. επίρρ... παραλογιστικῶς Α με παραλογιστικό τρόπο … Dictionary of Greek
παραλογιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει ή γίνεται με παραλογισμό: Δεν πείθονται οι λογικοί άνθρωποι με παραλογιστικά επιχειρήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραλογιστικά — παραλογιστικός neut nom/voc/acc pl παραλογιστικά̱ , παραλογιστικός fem nom/voc/acc dual παραλογιστικά̱ , παραλογιστικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστικόν — παραλογιστικός masc acc sg παραλογιστικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστικοῖς — παραλογιστικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστικοί — παραλογιστικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστικούς — παραλογιστικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστικῆς — παραλογιστικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστική — παραλογιστικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστικήν — παραλογιστικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)