-
1 παραλογιζόμενος
παραλογίζομαιpres part mp masc nom sg -
2 παρα-τροπέω
παρα-τροπέω, = παρατρέπω; οἶσϑα γέρων, τί με ταῦτα παρατροπέων ἐρεείνεις; Od. 4, 465, von dem Rechten abwendend, täuschend, Hesych. erkl. παραλογιζόμενος. Bei Ap. Rh. 3, 946, λίσσεό μιν πυκινοῖσι παρατροπέων ἐπέεσσιν, = abwendend, wie παραπείϑων.
См. также в других словарях:
παραλογιζόμενος — παραλογίζομαι pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)