Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παραλλήλῳ

См. также в других словарях:

  • παραλλήλω — παράλληλος beside one another masc/fem/neut nom/voc/acc dual παράλληλος beside one another masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλήλῳ — παράλληλος beside one another masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σουντ — (shunt). Ηλεκτρική αντίσταση που εισάγεται εν παραλλήλω σ’ ένα κύκλωμα με σκοπό να ελαττώσει την ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος που κυκλοφορεί στο κύκλωμα αυτό. Το σ. χρησιμοποιείται στις συσκευές ηλεκτρικών μετρήσεων και ιδιαίτερα στα… …   Dictionary of Greek

  • δίοδος — Ηλεκτρονική συσκευή που παρουσιάζει υψηλότατη αντίσταση σε ηλεκτρικό ρεύμα που τη διασχίζει κατά μία φορά και αμελητέα αντίσταση σε ρεύμα που τη διασχίζει κατά την αντίθετη φορά. Είναι στοιχείο μονής κατεύθυνσης και η λειτουργία της είναι ανάλογη …   Dictionary of Greek

  • συνδεσμολογία — ἦ, Ν 1. ανατ. ιατρικός τομέας με αντικείμενο την έρευνα και σπουδή τών συνδέσμων, τών αρθρώσεων και τών παθήσεών τους 2. (ηλεκτρολ. ηλεκτρον.) α) τρόπος σύνδεσης τών μερών μιας ηλεκτρικής ηλεκτρονικής συσκευής ή τών συστατικών ενός ηλεκτρικού… …   Dictionary of Greek

  • σύνδεση — η / σύνδεσις, έσεως, ΝΜΑ [συνδέω] η ενέργεια τού συνδέω, ένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων, συνένωση νεοελλ. 1. συγκράτηση, συνοχή 2. βιολ. η αλληλεξάρτηση τών γονιδίων που προκύπτει από την κατανομή και τη θέση τους πάνω στα χρωματοσώματα και η …   Dictionary of Greek

  • βολτόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σημείων ενός αγωγού. Τα όργανα για την ηλεκτροστατική μέτρηση της διαφοράς δυναμικού (ηλεκτροστατικές δυνάμεις) βασίζονται στο φαινόμενο της ηλεκτροστατικής επαγωγής. Ονομάζονται και… …   Dictionary of Greek

  • κύκλωμα (ηλεκτρικό) — Σύνολο ενεργών (προσφέρουν ενέργεια) και παθητικών (καταναλώνουν ή αποθηκεύουν ενέργεια) στοιχείων, κατάλληλα συνδεδεμένων με αγωγούς, ικανό να διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα για την επιτέλεση ορισμένων σκοπών. Ενεργά στοιχεία ενός κ. είναι οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»