-
1 παραλληλογράμμου
παραλληλόγραμμοςbounded by parallel lines: masc /fem /neut gen sg -
2 ἐναντίος
1 of Place, on the opposite side, opposite, c.dat.,ἀκταὶ ἐναντίαι ἀλλήλῃσιν Od.10.89
;Πάτροκλος δέ οἱ.. ἐ. ἧστο Il.9.190
, cf. Od.23.89: hence, fronting, face to face, ;ὄττις ἐ. τοι ἰσδάνει Sapph.2.2
; δεῖξον.. τὸ σὸν πρόσωπον δεῦρ' ἐ. πατρί before him, E.Hipp. 947; τὰναντία τινί things open to one's sight, X.Cyr.3.3.345: abs.,ἐ. στάνθ' E.Hipp. 1078
(but ἐ. κεῖσθαι look opposite ways, Pl.Smp. 190a).b with Verbs of motion, in the opposite direction, ἔνθα οἱ.. ἐναντίη ἤλυθε μήτηρ came to meet him, Il.6.251; ;δύο ἅμαξαι ἐ. ἀλλήλαις Th.1.93
;ἄνεμος ἐ. ἔπνει X.An.4.5.3
.c Astrol., in diametrical aspect, Vett.Val.70.16, Man.3.360.2 in hostile sense, opposing, facing in fight, c. gen.,ἐναντίοι ἔσταν Ἀχαιῶν Il.5.497
, cf. S.Aj. 1284, X.An.4.3.28, etc.: c. dat., Il.5.12, E.Supp. 856, IT 1415; οἱ ἐ. one's adversaries, A. Th. 375, Gorg.Fr. 12 D., etc.; the enemy, Hdt.7.225, Th.4.64, etc.b generally, opposed to,τινί X.An.3.2.10
; τὸ ἐ. the opposite party, Id.Ath.1.4; presenting obstacles, hindering, .c ὁ δι ἐναντίας the opponent in a alawsuit, PFlor.1.58.15 (iii A.D.), etc.3 of qualities, acts, etc., opposite, contrary, reverse,τἀναντί' εἰπεῖν A.Ag. 1373
;δίκαια καὶ τἀναντία S.Ant. 667
: mostly c.gen., τὰ ἐ. τούτων the very reverse of these things, Hdt.1.82, cf. Th.7.75, etc.; δείξας.. ἄστρων τὴν ἐ. ὁδόν, i.e.τὴν τοῦ ἡλίου ὁδὸν ἐ. οὖσαν τοῖς ἄστροις E.Fr. 861
: also c. dat., ; τἀναντία πρήσσειν [ τῇ ὑγιείῃ] Democr.234;δύο τὰ -ώτατα εὐβουλίᾳ Th.3.42
; ;ἐναντία λέγει αὐτὸς αὑτῷ Id.Prt. 339b
, cf.Ar.Ach. 493;τἀναντία τούτοις Pl. Prt 323d
; ἐναντία γνῶναι ταῖς πλείσταις [ πόλεσιν] X.Lac.1.2;τὴν ἐ. τινὶ ψῆφον θέσθαι D.19.65
; simplyτὴν ἐ. θέσθαι τινί Pl.La. 184d
: folld. byἤ, τοὺς ἐ. λόγους ἢ ὡς αὐτὸς κατεδόκεε Hdt.1.22
;τοὐ. δρῶν ἢ προσῆκ' αὐτῷ ποιεῖν Ar.Pl.14
;τοὐ. ἔπαθεν ἢ τὸ προσδοκώμενον Pl.Lg. 966e
, cf. R. 567c, etc.: freq. strengthd., πᾶν τοὐ., πάντα τἀ., quite the contrary, Lg. 967a, X.Mem.3.12.4; πολὺ τοὐ. Stratt.57; .4 in the Philos. of Arist., τἀναντία (dist. fr. other ἀντικείμενα, Metaph. 1018a25 ) are contraries, esp. the two attributes within the same genus which differ most widely from each other (as hot and cold), Cat. 6a18, al.b ἐ. ἀποφάνσεις, προτάσεις, contrary propositions (All B is A, No B is A), opp. contradictory (v. ἀντιφατικῶς), Id.Int. 17b4, APr. 63b28.II freq. in Adv. usages:1 from Hom. downwds., neut. ἐναντίον as Adv., opposite, facing, ἐ. ὧδε κάλεσσον here to my face, Od.17.544; εἰς ὦπα ἰδέσθαι ἐ. to look one in the face, 23.107;ἐ. προσβλέπειν τινά E.Hec. 968
, etc.; γυναῖκας ἀνδρῶν μὴ βλέπειν ἐ. ib. 975: abs., D.4.40, etc.: hence, like a Prep. c. gen., in the presence of,τῆς βουλῆς IG12.91
; τῶνδ' ἐ. S.OC 1002; μαρτύρων ἐ. Ar.Ec. 448;ἐ. τοῦ παιδίου Id.Lys. 907
;ἐ. ἁπάντων λέγειν Th.6.25
;ἐ. Διός Plb.7.9.2
; also neut. pl., IG7.1779 ([place name] Thespiae).b in hostile sense, against, c. gen., ἀνέσταν.. σφοῦ πατρὸς ἐ. Il.1.534;ἐ. ἰέναι τινός 21.574
;ἐ. μάχεσθαί τινος 20.97
;ἐ. ἵστασ' ἐμεῖο 13.448
: abs., ἐ. μίμνειν stand one's ground against, ib. 106: c. dat., νεικεῖν ἀλλήλοισιν ἐ. 20.252;ἐ. θεοῖς E.Or. 624
;ἐ. τῷ ὅρκῳ πράττειν IG22.1258.2
.c contrariwise, in [dialect] Att. also with the Art., τοὐναντίον on the other hand,τοὐ. δέ.. Antiph.80.4
; ἢ πάλιν τοὐ. Men.460.5; conversely, Pl.Men. 89e.d neut. pl. ἐναντία as Adv., c. dat., Hdt.6.32, Th.1.29, etc.2 with Preps., ἐκ τοῦ ἐ. over against, opposite, opp. ἐκ πλαγίου, X.HG4.5.15, etc.; ἐξ ἐναντίας, [dialect] Ion. - ίης, Hdt.7.225, Th.4.33 ( οἱ ἐξ ἐ. the opposing parties, prob. in PGrenf. 2.78.26 (iv A. D.)); ἐκ τῶν ἐ. on the contrary, Plb.5.9.9;ἀπ' ἐναντίας Ascl.Tact.1.2
;ἀπ' ἐ. Χωρεῖν Procop.Arc.4
; κατὰ τὰ ἐ. Pl.Ti. 39a: Geom., αἱ κατ' ἐναντίον τοῦ παραλληλογράμμου πλευραί the opposite sides of the parallelogram, Archim.Aequil.1.9; αἱ κατ' ἐ. τομαί opposite sections (i. e. branches) of the hyperbola, Apollon.Perg.Con. 3.23.3 regul.Adv. - ίως contrariwise, c. dat.,τούτοις οὐκ ἐ. λέγεις A.Eu. 642
;ἐ. διακεῖσθαί τινι Pl.R. 361c
;ἐ. ἀντικεῖσθαι Arist.Int. 17b20
; πικρῶς καὶ ἐ. like an enemy, D.19.339;ἐ. ἢ ὡς ἀνδραπόδοις τραφεῖσι Pl.Tht. 175d
; ἐ. ἔχειν to be exactly opposed, Id.Euthd. 278a; πρός τι to be contrary in respect of.., D.1.4; in the Logic of Arist., Metaph. 1057b11, al., cf. Procl.in Alc.p.268C.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναντίος
-
3 ἡμίσευμα
A a half, LXXNu.31.36;παραλληλογράμμου Theol.Ar.39
; name of a tax on vines, PSI4.434.4 (sg., iii B.C.), Raccolta Lumbroso123(pl., iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμίσευμα
См. также в других словарях:
παραλληλογράμμου — παραλληλόγραμμος bounded by parallel lines masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλληλόγραμμος — η, ο / παραλληλόγραμμος, ον ΝΑ 1. (για επιφάνειες) αυτός που έχει τις απέναντι πλευρές του παράλληλες 2. το ουδ. ως ουσ. το παραλληλόγραμμο μαθημ. τετράπλευρο με τις απέναντι πλευρές του παράλληλες νεοελλ. 1. φρ. α) «νόμος παραλληλογράμμου» μαθημ … Dictionary of Greek
παντογράφος — Όργανο κατάλληλο για τη γραφική αναπαραγωγή ενός σχεδίου σε διαστάσεις διαφορετικές από το πρωτότυπο. Η λειτουργία του π. βασίζεται στην ιδιότητα των όμοιων σχημάτων, τα οποία μηχανικά αναπαράγονται από ένα αρθρωτό παραλληλόγραμμο. Ο απλούστερος… … Dictionary of Greek
αγκωνάρι — το 1. γωνία οικοδομήματος, τοίχου, θυρώματος κ.λπ. που εξέχει 2. ογκώδης λίθος, πελεκημένος σε σχήμα παραλληλογράμμου, που τοποθετείται στις γωνίες τών οικοδομημάτων 3. κάθε ογκώδης λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκωνή. ΠΑΡ. αγκωναρένιος, αγκωναριά. ΣΥΝΘ … Dictionary of Greek
διάμετρος — Κάθε χορδή που περνά από το κέντρο ενός κύκλου ή μίας σφαίρας· το μήκος της είναι διπλάσιο από το μήκος της ακτίνας του κύκλου ή της σφαίρας. Ο ίδιος ορισμός δίνεται για οποιαδήποτε κωνική τομή με κέντρο (έλλειψη, υπερβολή). Προκειμένου για την… … Dictionary of Greek
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… … Dictionary of Greek
ενάντιος — και εναντίος και ανάντιος, α, ο(ν) (AM ἐναντίος, Μ και ἐνάντιος και ἀνάντιος) 1. (με εχθρ. σημ.) αντίθετος, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής 2. ως ουσ. αντίπαλος, αντίδικος, εχθρός («νίκας κατ ἐναντίων δωρούμενος», τροπ. εκκλ.) 3. αντίθετος,… … Dictionary of Greek
μακροτετράγωνος — μακροτετράγωνος, ον (Μ) αυτός που έχει σχήμα παραλληλογράμμου … Dictionary of Greek
παραναπλήρωμα — τὸ, Α το συμπλήρωμα τού παραλληλογράμμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀναπληρῶ] … Dictionary of Greek
πλινθίο — το / πλινθίον, ΝΑ [πλίνθος] (με υποκορ. σημ.) μικρή πλίνθος νεοελλ. 1. αρχιτ. τετράγωνη πλάκα πάνω στην οποία στηρίζεται κολόνα ή στήλη 2. πλίνθάνθρακας, μπρικέτα 3. ξύλο με το οποίο πλάθουν πλίνθους, φόρμα, καλούπι 4. (μεταλργ.) τύπος μέσα στον… … Dictionary of Greek