Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παραλέχομαι

См. также в других словарях:

  • παραλέχομαι — Α 1. (για παράνομη σαρκική μίξη άντρα) κοιμάμαι κοντά ή μαζί με γυναίκα 2. (για γυναίκα) κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λέχομαι «ξαπλώνω στο κρεβάτι»] …   Dictionary of Greek

  • λέχομαι — (Α) 1. ξαπλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ («παιδὸς ἐέργη μυῑαν, ὅθ ἡδέι λέξεται ὕπνῳ», Ομ. Ιλ.) 2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι για να κοιμηθεί (α. «λέξον νῡν με τάχιστα», Ομ. Ιλ. β. «ἦτοι ἐγὼ μὲν ἔλεξα Διὸς νόον αἰγιόχοιο», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»