-
1 παραλέχομαι
1 lie with c. dat.,ἐπεὶ νεφέλᾳ παρελέξατο P. 2.36
-
2 παραλέχομαι
A lie beside or with, of intercourse with a woman,ὁ δέ οἱ παρελέξατο λάθρῃ Il.2.515
, cf. 20.224, etc. ; of the woman, lie down beside,τῷ δὲ Βρισηῒς παρελέξατο 24.676
;παραλέξομαι ἐν φιλότητι 14.237
;πὰρ δ' Ἑλένη.. ἐλέξατο Od.4.305
: [dialect] Ep. [tense] aor. : Com.,τυρῷ καὶ μίνθῃ π. καὶ ἐλαίῳ Cratin. 129
(dub.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλέχομαι
См. также в других словарях:
παραλέχομαι — Α 1. (για παράνομη σαρκική μίξη άντρα) κοιμάμαι κοντά ή μαζί με γυναίκα 2. (για γυναίκα) κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λέχομαι «ξαπλώνω στο κρεβάτι»] … Dictionary of Greek
λέχομαι — (Α) 1. ξαπλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ («παιδὸς ἐέργη μυῑαν, ὅθ ἡδέι λέξεται ὕπνῳ», Ομ. Ιλ.) 2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι για να κοιμηθεί (α. «λέξον νῡν με τάχιστα», Ομ. Ιλ. β. «ἦτοι ἐγὼ μὲν ἔλεξα Διὸς νόον αἰγιόχοιο», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τον… … Dictionary of Greek