Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παρακρούεσϑαι

См. также в других словарях:

  • παρακρούεσθαι — παρακρούω strike aside pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρουστός — ή, ό (AM κρουστός, ή, όν) [κρούω] (για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται με κρούση νεοελλ. 1. (για ύφασμα) αυτός που έχει πυκνή ύφανση, πυκνός, πυκνοϋφασμένος 2. (για φρούτο) τραγανός, σκληρός («κρουστό σταφύλι», Παλαμ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»