-
1 παρα-λογίζομαι
παρα-λογίζομαι, sich verrechnen, Dem. 27, 29 u. Sp.; neben παρακρούεσϑαι, dadurch betrügen, Isocr. 12, 243; falsche Schlüsse machen, Arist. phys. 1, 3; auch trans. durch Trugschlüsse hintergehen, täuschen, ἀπάτῃ τινὶ παραλογισάμενος ὑμᾶς, Aesch. 1, 117; auch τινά τι, Arist. rhet. 1, 14; absol., top. 1, 18, wo παραλογισϑῆναι dem παραλογίσασϑαι entgegengesetzt ist. Auch pass., παραλογίζεται ἡ διάνοια ὑπ' αὐτῶν, Arist. pol. 5, 8; παραλογιζόμενοι τοῖς λογισμοῖς, Pol. 16, 10, 3; ὑπὸ τῆς γοητείας παραλογισϑέντες, D. Sic. 20, 8.
-
2 παραλογίζομαι
παρα-λογίζομαι, sich verrechnen; παρακρούεσϑαι, dadurch betrügen; falsche Schlüsse machen; trans. durch Trugschlüsse hintergehen, täuschen
См. также в других словарях:
παρακρούεσθαι — παρακρούω strike aside pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουστός — ή, ό (AM κρουστός, ή, όν) [κρούω] (για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται με κρούση νεοελλ. 1. (για ύφασμα) αυτός που έχει πυκνή ύφανση, πυκνός, πυκνοϋφασμένος 2. (για φρούτο) τραγανός, σκληρός («κρουστό σταφύλι», Παλαμ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ … Dictionary of Greek