-
1 παρακουσματιον
-
2 παρακουσμάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακουσμάτιον
-
3 παρακουσματίων
παρακουσμάτιονneut gen pl
См. также в других словарях:
παρακουσμάτιον — τὸ, Α [παράκουσμα] υποκορ. τού παράκουσμα … Dictionary of Greek
παρακουσματίων — παρακουσμάτιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)