-
1 παρακλείω
-
2 παρακλειω
-
3 παρακλείω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακλείω
-
4 παρακλείω
παρακλείω, ausschließen, aussperren -
5 παρακλείω
V 0-0-0-0-1=1 2 Mc 4,34to shut up, to incarcerate [τινα] -
6 παρακληίουσι
παρακλείωshut out: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)παρακλείωshut out: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)παρακληί̱ουσι, παρακλείωshut out: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)παρακληί̱ουσι, παρακλείωshut out: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
7 παρακεκλεισμένης
παρακλείωshut out: perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) -
8 παρέκλεισαν
παρακλείωshut out: aor ind act 3rd pl -
9 παρέκλεισεν
παρακλείωshut out: aor ind act 3rd sg -
10 παρακληιω
-
11 παρα-κληΐω
παρα-κληΐω, ion. = παρακλείω.
-
12 παρακλείσαι
-
13 παρακλεῖσαι
-
14 κλείω
+ V 1-5-8-7-7=28 Gn 7,16; Jos 2,5.7; JgsB 9,51; 1 Sm 23,20to shut, to close [abs.] JgsB 9,51; id. [τι] Gn 7,16; to shut up, to close up [τι] Sir 30,18; to shut up [τινα] 1 Sm 23,20; to shut in, to enclose [τι] Ct 4,12Cf. CAIRD 1969=1972 134(1 Sm 23,20)(→ἀποκλείω, ἐγ-, κατακλείω, παρακλείω, συγ-,,) -
15 παρακληΐω
A v. παρακλείω. [full] παρακληρόω, v. παραπληρόω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακληΐω
См. также в других словарях:
παρακλείω — και ιων. τ. παρακληΐω Α 1. κλείνω έξω, αποκλείω 2. κλείνω κάποιον στη φυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κλείω «κλείνω»] … Dictionary of Greek
παρακληίουσι — παρακλείω shut out pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρακλείω shut out pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) παρακληί̱ουσι , παρακλείω shut out pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρακληί̱ουσι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακεκλεισμένης — παρακλείω shut out perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακλεῖσαι — παρακλείω shut out aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέκλεισαν — παρακλείω shut out aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέκλεισεν — παρακλείω shut out aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek
παρακληΐω — Α ιων. τ. βλ. παρακλείω … Dictionary of Greek
ԽՈՂԽՈՂԵՄ — (եցի.) NBH 1 0960 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c ն. ԽՈՂԽՈՂԵՄ ἁποκτείνω, παρακλείω neco, occido, interficio, jugulo . որ եւ ԽՈԽՈՂԵԼ. (ʼի ձայնէ զենման արդեօք առեալ. որ եւ ռմկ. խըխ ընել.) Զենուլ. սպանանել սրով.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)