-
1 παρακερκίς
παρα-κερκίς, ίδος, ἡ, der kleine Knochen neben dem großen des Schienbeines, sonst περόνη -
2 περόνη
περόνη, ἡ, urspr. jede Spitze zum Durchstechen od. Durchbohren, Dorn, Stachel, bes. die Spitze od. Zunge im Ringe der Schnalle od. Spange, mit der das Kleid durchstochen ward, um es am Leibe über der Schulter zu befestigten; an Prachtkleidern gewöhnlich von Gold, πρὸς χρ υσέῃ περόνῃ καταμ ύξατο χεῖρα, Il. 5, 425; an einem schönen Frauenkleide sind περόναι δυοκαίδεκα πᾶσαι χρύσειαι, κληϊσιν ἐϋγνάμπτοις ἀραρυῖαι, Od. 18, 293, von Haken und Oefen; vgl. noch 19, 226, περόνη χρυσοῖο τέτυκτο αὐλοῖσιν διδύμοισιν; Soph. ἀποσπάσας γὰρ εἱμάτων χρυσηλάτο υς περόνας, O. R. 1269, χρυσοδέτοις περόναις ἐπίσαμον, Eur. Phoen. 812; Bacch. 98, einze ln bei Folgenden. Ueberh. eine Nadel zum Durchstechen oder Feststecken, Her. 5, 87; vgl. Man. 6, 434. – Der kleinere Knochen neben dem größern im Ellenbogen und im Schienbeine; Hippocr.; Xen. Equ. 1, 5 bei Poll. 1, 187, der παρακερκίς erklärt, u. Hesych., τὰ ἀντικείμενα τῇ κνήμῃ ὀστᾶ; auch ein Knochenansatz oder -auswuchs. – Die Linse, welche vor dem Rade eingesteckt wied, Parthen. 6 u. Schol. Ap. Rh. 4, 1647. – Ein nach seiner nadelförmigen Gestalt benannter Seefisch.
См. также в других словарях:
παρακερκίς — small bone of the leg fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακερκίς — ίδος, ἡ, ΜΑ μσν. πλάγιο οστό σε παθολογικές περιπτώσεις αρχ. το μικρό οστό τής κνήμης, η περόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κερκίς, ίδος «οστό τής κνήμης»] … Dictionary of Greek
παρακερκίδας — παρακερκίς small bone of the leg fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακερκίδες — παρακερκίς small bone of the leg fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακερκίδων — παρακερκίς small bone of the leg fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek
στήριγγα — η / στῆριγξ, ήριγγος, ΝΑ, και λόγιος τ. στήριγξ Ν νεοελλ. ναυτ. α) καθένας από τους μεταλλικούς στυλίσκους που είναι στερεωμένοι από τη μία και την άλλη πλευρά τής σκάλας τού πλοίου, στο πάνω άκρο τών οποίων στερεώνονται οι χειραγωγοί, κν.… … Dictionary of Greek
στήριγμα — Ημιορεινός οικισμός (62 κάτ., υψόμ. 400 μ.), στην επαρχία Ξάνθης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μύκης. * * * ίγματος, το, ΝΜΑ [στηρίζω] 1. καθετί πάνω στο οποίο στηρίζεται κάτι, μέσο στήριξης, έρεισμα (α. «στήριγμα τής… … Dictionary of Greek