-
1 παρακεντέω
2 Medic., tap, for dropsy,τοὺς ὑδεριῶντας Gal.Thras. 23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακεντέω
-
2 παρακέντημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακέντημα
-
3 παρακέντησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακέντησις
-
4 παρακεντητήριον
παρακεντ-ητήριον, τό,A instrument for tapping or couching, prob. in Gal.18(2).672.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακεντητήριον
-
5 παρακεντητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακεντητής
-
6 παρακεντητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακεντητικός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский