Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

παρακελευσμός

См. также в других словарях:

  • παρακελευσμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακελευσμός — ὁ, Α [παρακελεύομαι] παρακέλευσις*, παρακίνηση, προτροπή, παραίνεση …   Dictionary of Greek

  • παρακελευσμοί — παρακελευσμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακελευσμοῦ — παρακελευσμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακελευσμῷ — παρακελευσμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»