-
1 παρακειμενως
параллельно, попутно или вслед за(π. τῷ περὴ θεῶν λόγῳ τὸν περὴ ἡρώων ἱστορητέον Plut.; τὰς ἐνστάσεις π. ἐκθησόμεθα Sext.)
-
2 παρακειμένως
παρακειμένως, Adv.II next, following,τῷ περὶ θεῶν λόγῳ Placit.1.8.1
(dub.); in the next place, ib.4.22.3, S.E.M.7.227, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακειμένως
-
3 παρακειμένως
παράκειμαιlie beside: perf part mp masc acc pl (doric)παράκειμαιlie beside: pres part mp masc acc pl (doric)παρακειμένωςsimilarly: indeclform (adverb) -
4 παρακειμένως
См. также в других словарях:
παρακειμένως — Α επίρρ. 1. κοντά, παράλληλα, παραδίπλα («φησὶ σκύφον εἶναι παρακειμένως ἔχοντα τὰ ὦτα καθάπερ αἱ διάπρῳροι τῶν νεῶν», Αθήν.) 2: μετά από αυτά, έπειτα 3. με όμοιο τρόπο, ομοίως 4. με ευκολία, εύκολα, με ετοιμότητα, εκ τού προχείρου («ἵνα ἑτοίμως… … Dictionary of Greek
παρακειμένως — παράκειμαι lie beside perf part mp masc acc pl (doric) παράκειμαι lie beside pres part mp masc acc pl (doric) παρακειμένως similarly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)