-
1 παρακαιρως
См. также в других словарях:
παρακαίρως — παράκαιρος immoderately adverbial παράκαιρος immoderately masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράκαιρος — η, ο / παράκαιρος, ον, ΝΑ αυτός που γίνεται σε ακατάλληλη στιγμή ή αυτός που γίνεται με καθυστέρηση, άκαιρος, όψιμος, καθυστερημένος. επίρρ... παράκαιρα / παρακαίρως, ΝΑ νεοελλ. 1. σε ακατάλληλη στιγμή, άκαιρα 2. με καθυστέρηση, εκπρόθεσμα αρχ.… … Dictionary of Greek