-
1 παρακαττύω
A sew on beside, patch up:—in [voice] Med., generally, put in order, set straight,στιβάδα παρεκαττύετο Ar.Pl. 663
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακαττύω
-
2 παρεκαττύετο
παρεκαττύ̱ετο, παρακαττύωsew on beside: imperf ind mp 3rd sg (attic)
См. также в других словарях:
παρακαττύω — Α 1. ράβω κάτι σε κάτι άλλο, μπαλώνω 2. μέσ. παρακαττύομαι ετοιμάζω για τον εαυτό μου κάτι, ευτρεπίζω («ἡμῶν δ ἕκαστος στιβάδα παρεκαττύετο» ο καθένας μας ετοίμαζε με φύλλα το στρώμα του, το κρεβάτι του, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κασσύω … Dictionary of Greek
κασσύω — και αττ. τ. καττύω (Α) 1. συρράπτω δέρματα όπως ο υποδηματοποιός 2. ράβω σόλα σε υπόδημα, σολιάζω 3. μτφ. σχεδιάζω δόλια πράξη, μηχανώμαι κακά 4. μέσ. κασσύομαι συνθέτομαι, σχεδιάζομαι («οἶδ ἐγὼ τὸ πρᾱγμα τοῡθ ὅθεν πάλαι καττύεται» γνωρίζω εγώ… … Dictionary of Greek
παρεκαττύετο — παρεκαττύ̱ετο , παρακαττύω sew on beside imperf ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)