Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

παρακαττύω

См. также в других словарях:

  • παρακαττύω — Α 1. ράβω κάτι σε κάτι άλλο, μπαλώνω 2. μέσ. παρακαττύομαι ετοιμάζω για τον εαυτό μου κάτι, ευτρεπίζω («ἡμῶν δ ἕκαστος στιβάδα παρεκαττύετο» ο καθένας μας ετοίμαζε με φύλλα το στρώμα του, το κρεβάτι του, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κασσύω …   Dictionary of Greek

  • κασσύω — και αττ. τ. καττύω (Α) 1. συρράπτω δέρματα όπως ο υποδηματοποιός 2. ράβω σόλα σε υπόδημα, σολιάζω 3. μτφ. σχεδιάζω δόλια πράξη, μηχανώμαι κακά 4. μέσ. κασσύομαι συνθέτομαι, σχεδιάζομαι («οἶδ ἐγὼ τὸ πρᾱγμα τοῡθ ὅθεν πάλαι καττύεται» γνωρίζω εγώ… …   Dictionary of Greek

  • παρεκαττύετο — παρεκαττύ̱ετο , παρακαττύω sew on beside imperf ind mp 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»