-
1 παρα-καμ-μύω
παρα-καμ-μύω, poet. statt παρακαταμύω, daneben, dabei die Augen zumachen, Phot., Erkl. von μυωπιζόμενος.
-
2 παρακαμμύω
παρακαμμύω, for παρακαταμύω,A give a side wink at, Phot. s.v. μυωπιζόμενος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακαμμύω
См. также в других словарях:
παρακαμμύω — Μ (αντί παρακαταμύω) βλέπω με την άκρη τού ματιού μου, λοξοκοιτάζω («μυωπιζόμενος μυωπάζων, παρακαμμύων», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + καμμύω* «κλείνω τα μάτια»] … Dictionary of Greek