-
1 παρακαταλεγομαι
(только эп. syncop. 3 л. sing. aor. 2 παρκατέλεκτο) ложиться рядом(τινι Hom.)
-
2 παρακαταλέγομαι
παρα-κατα-λέγομαι, aor. 2 παρκατέλεκτο: lie down beside; τινί, Il. 9.565†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παρακαταλέγομαι
-
3 παρακαταλέγομαι
παρα-κατα-λέγομαι, sich daneben oder bei einem legen; nur παρκατέλεκτο, er legte sich oder schlief daneben -
4 παρακατέλεκτο
παρακαταλέγομαιaor ind pass 3rd sg (epic) -
5 παρκατελεκτο
-
6 παρκατέλεκτο
παρκατέλεκτο: see παρακαταλέγομαι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παρκατέλεκτο
См. также в других словарях:
παρακατέλεκτο — παρακαταλέγομαι aor ind pass 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)