-
1 παρακαταβαλλω
(эп. aor. 2 παρακάββαλον)1) сваливать, складывать(ὕλην Hom.)
2) накидывать, надевать(ζῶμά τινι Hom.)
3) (тж. π. τοῦ κλήρου Dem.) вносить залог в обеспечение своего иска о наследстве Isae.4) med. прилагать к своему заявлению проект закона, т.е. вносить в качестве законопроекта, представлять на утверждение(ψήφισμα Polyb.)
-
2 παρακαββαλεν
См. также в других словарях:
παρακαταβάλλω — Α 1. ρίχνω κάτω, καταθέτω κάτι πλησίον, ξεφορτώνω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι 2. (ως δικανικός όρος) εγείρω ιδιαίτερες αξιώσεις σχετικά με κληρονομιά ή με περιουσία, η οποία δημεύθηκε ή κηρύχθηκε επίδικη καταθέτοντας ταυτόχρονα ένα ποσό χρημάτων… … Dictionary of Greek
παρακαταβαλεῖν — παρακαταβάλλω throw down beside aor inf act (attic epic doric) παρακαταβάλλω throw down beside fut inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταβαλλόμενον — παρακαταβάλλω throw down beside pres part mp masc acc sg παρακαταβάλλω throw down beside pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταβεβληκότα — παρακαταβάλλω throw down beside perf part act neut nom/voc/acc pl παρακαταβάλλω throw down beside perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταβάλλει — παρακαταβάλλω throw down beside pres ind mp 2nd sg παρακαταβάλλω throw down beside pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατέβαλε — παρακαταβάλλω throw down beside aor ind act 3rd sg παρακατέβᾱλε , παρακαταβάλλω throw down beside aor ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατέβαλεν — παρακαταβάλλω throw down beside aor ind act 3rd sg παρακατέβᾱλεν , παρακαταβάλλω throw down beside aor ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατέβαλλον — παρακαταβάλλω throw down beside imperf ind act 3rd pl παρακαταβάλλω throw down beside imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατέβαλον — παρακαταβάλλω throw down beside aor ind act 3rd pl παρακαταβάλλω throw down beside aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακάββαλε — παρακαταβάλλω throw down beside aor imperat act 2nd sg παρακαταβάλλω throw down beside aor ind act 3rd sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταβεβληκέναι — παρακαταβάλλω throw down beside perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)