-
1 παραιθύσσω
a intrans., fly out of sparks. εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν any small spark struck out, Bowra P. 1.87b trans., make to fly out, emit met.καὶ συμμαχία θόρυβον παραίθυξε μέγαν O. 10.73
-
2 παραιθύσσω
A- αίθυξα Pi.O.10(11).73
:— move or stir in passing,ἄκρα πτερύγων AP7.204
(Agath.): metaph., θόρυβον π. raise a shout in applause, Pi. l.c.2 metaph., of words, fall by chance from a person's lips,εἴ τι καὶ φλαῦρον π. Pi.P.1.87
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραιθύσσω
-
3 παραιθύσσει
παραιθύσσωmove: pres ind mp 2nd sgπαραιθύσσωmove: pres ind act 3rd sgπαραιθύσσωmove: pres ind mp 2nd sgπαραιθύσσωmove: pres ind act 3rd sg -
4 παραιθύσσεις
παραιθύσσωmove: pres ind act 2nd sgπαραιθύσσωmove: pres ind act 2nd sg -
5 παραίθυξε
παραιθύσσωmove: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)παραιθύσσωmove: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
6 παραιθύξας
παραιθύξᾱς, παραιθύσσωmove: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)παραιθύξᾱς, παραιθύσσωmove: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
παραιθύσσω — Α (ποιητ. τ.) 1. κινώ ή τινάσσω κάτι, κατά τη διάβαση, κατά το πέρασμα, τινάζω περνώντας («παραιθύσσειν ἄκρα πτερύγων», Ανθ. Παλ.) 2. συρίζω, αφήνω συριγμό κατά τη δίοδο, προκαλώ πνοή, φυσώ περνώντας («λαίφεα πάντ ἐτίναξε παραιθύξας πτερύγεσσι»,… … Dictionary of Greek
παραιθύσσει — παραιθύσσω move pres ind mp 2nd sg παραιθύσσω move pres ind act 3rd sg παραιθύσσω move pres ind mp 2nd sg παραιθύσσω move pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιθύσσεις — παραιθύσσω move pres ind act 2nd sg παραιθύσσω move pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραίθυξε — παραιθύσσω move aor ind act 3rd sg (homeric ionic) παραιθύσσω move aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιθύξας — παραιθύξᾱς , παραιθύσσω move aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) παραιθύξᾱς , παραιθύσσω move aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθύσσω — αἰθύσσω (Α) 1. θέτω σε βίαιη κίνηση, ανακινώ, ταράζω 2. (για φύλλα) σειέμαι, ανατριχιάζω, αναρριγώ 3. (αμτβ.) πετάω, ανεβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω εκφραστικός (λόγω τής καταλήξεως ύσσω) ενεστώτας, που χρησιμοποιείται συνήθως με μεταφορική σημασία … Dictionary of Greek