Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παραιβασία

См. также в других словарях:

  • παραιβασία — παραιβασίᾱ , παράβασις going aside fem nom/voc/acc dual (epic) παραιβασίᾱ , παράβασις going aside fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παραιβασία — Παραιβασίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιβασίας — παραιβασίᾱς , παράβασις going aside fem acc pl (epic) παραιβασίᾱς , παράβασις going aside fem gen sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιβασίαν — παραιβασίᾱν , παράβασις going aside fem acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»