Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παραθερμαίνω

См. также в других словарях:

  • παραθερμαίνω — ΝΑ [παράθερμος] (νεο ελλ.) θερμαίνω πάρα πολύ, παραζεσταίνω αρχ. 1. φέρνω κάποιον σε διάθεση, σε κέφι, φαιδρύνω («οἶνος παραθερμαίνει τὴν ψυχήν», Αθήν.) 2. (για πρόσ.) γίνομαι ευερέθιστος («οὐ κατάσχοιμι τὴν ὕβριν ἀλλὰ παραθερμανθείς.... ἕλκοιμι… …   Dictionary of Greek

  • παραθερμαίνω — παραθέρμανα, παραθερμάνθηκα, παραθερμασμένος 1. μτβ., ζεσταίνω κάτι υπερβολικά: Το παραθέρμανες το σίδερο και θα κάψεις τα ρούχα. 2. μέσ., παραθερμαίνομαι, ζεσταίνομαι υπερβολικά: Παραθερμαίνομαι με την ηλεκτρική κουβέρτα και ιδρώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραθερμαίνοντα — παραθερμαίνω warm pres part act neut nom/voc/acc pl παραθερμαίνω warm pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατεθέρμανται — παραθερμαίνω warm perf ind mp 3rd pl (epic ionic) παραθερμαίνω warm perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθερμαινόμενα — παραθερμαίνω warm pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθερμαινόμενος — παραθερμαίνω warm pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθερμανθείς — παραθερμαίνω warm aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθερμαίνων — παραθερμαίνω warm pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεθερμαίνοντο — παραθερμαίνω warm imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… …   Dictionary of Greek

  • ԱՅՐԵՄ — (եցի.) NBH 1 0098 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ն. Հրով կիզուլ՝ տոչորել եւ ծախել. էրել. ... որպէս καίω, ἑκκαίω, κατακαίω uro, exuro, comburo *Ոսկերս մարդկան այրեսցէ ʼի վերայ քո: Հուր բորբոքեալ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»