-
1 παραθήκην
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παραθήκην
-
2 παραθηκη
ἥ1) приложение, добавление(λόγου Plut.)
2) вручаемое на хранение, вкладπαραθήκην τινί τι τιθέναι Her. — вверять кому-л. что-л.
3) залог, заложник(и)(τινὰ παραθήκην παρατιθέναι ἔς τινα Her.; παραθήκην φυλάξαι NT.)
См. также в других словарях:
παραθήκην — παραθήκη anything entrusted to fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθήκη — ἡ, ΜΑ [παρατίθημι] παρακαταθήκη αρχ. 1. καθετί που τοποθετείται κοντά σε κάτι άλλο, προσθήκη, παράρτημα 2. ενέχυρο 3. καθετί εμπεπιστευμένο σε άλλον 4. η πίστη τών χριστιανών («τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον διὰ Πνεύματος Ἁγίου», ΚΔ) 5. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek