-
1 παραδοσιμος
21) передаваемый из рода в род, переходящий по наследству(φήμη, δόξα Polyb.)
παραδόσιμον ἔχειν τι ἐκ παλαιῶν χρόνων Diod. — унаследовать что-л. с древнейших времен2) увековечивающий, памятный(στήλη Polyb.)
См. также в других словарях:
παραδόσιμος — handed down masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδόσιμος — η, ο / παραδόσιμος, ον, ΝΑ [παράδοσις] αυτός τον οποίο μπορεί ή πρέπει να παραδώσει κάποιος («παραδόσιμος φήμη», Πολ.) αρχ. 1. πατροπαράδοτος 2. αναμνηστικός («παραδόσιμος στήλη», Πολ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραδόσιμα οι κατάλογοι τής… … Dictionary of Greek
παραδόσιμον — παραδόσιμος handed down masc/fem acc sg παραδόσιμος handed down neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδοσίμου — παραδόσιμος handed down masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)