Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παραδόσιμος

См. также в других словарях:

  • παραδόσιμος — handed down masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδόσιμος — η, ο / παραδόσιμος, ον, ΝΑ [παράδοσις] αυτός τον οποίο μπορεί ή πρέπει να παραδώσει κάποιος («παραδόσιμος φήμη», Πολ.) αρχ. 1. πατροπαράδοτος 2. αναμνηστικός («παραδόσιμος στήλη», Πολ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραδόσιμα οι κατάλογοι τής… …   Dictionary of Greek

  • παραδόσιμον — παραδόσιμος handed down masc/fem acc sg παραδόσιμος handed down neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοσίμου — παραδόσιμος handed down masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»