-
1 παραδοτός
παρα-δοτός, zu überliefern, zu lehren -
2 παρα-ληπτός
παρα-ληπτός, angenommen, annehmbar, Ggstz παραδοτός, Plat. Men. 93 b u. Sp.
См. также в других словарях:
παραδοτός — ή, όν, Α [παραδίδωμι] αυτός που μπορεί να διδαχθεί … Dictionary of Greek
παραδοτά — παραδοτός capable of being taught neut nom/voc/acc pl παραδοτά̱ , παραδοτός capable of being taught fem nom/voc/acc dual παραδοτά̱ , παραδοτός capable of being taught fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδοτόν — παραδοτός capable of being taught masc acc sg παραδοτός capable of being taught neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδοτή — παραδοτός capable of being taught fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοπαράδοτος — θεοπαράδοτος, ον (AM) αυτός που παραδόθηκε από τον θεό στους ανθρώπους («θεοπαράδοτος σοφία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + παράδοτος (< παρα δίδωμι), πρβλ. ετοιμο παράδοτος, πατρο παράδοτος] … Dictionary of Greek
θρησκοπαράδοτος — η, ο αυτός που υπάρχει σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + παράδοτος (< παραδίδωμι), πρβλ. ετοιμο παράδοτος, πατρο παράδοτος] … Dictionary of Greek
ιεροπαράδοτος — ἱεροπαράδοτος, ον (Μ) αυτός που προέρχεται από την ιερά παράδοση («ἱεροπαράδοτα λόγια», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + παράδοτος (< παραδίδωμι), πρβλ. θεο παράδοτος, πατρο παράδοτος] … Dictionary of Greek
πατροπαράδοτος — η, ο / πατροπαράδοτος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει παραδοθεί από τους πατέρες, από τους προγόνους, που έχει μεταβιβαστεί διαδοχικά, ο κληρονομικός από παράδοση νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πατροπαράδοτο (ενν. πράγμα) παράδοση, προγονική κληρονομιία 2 … Dictionary of Greek
ετοιμοπαράδοτος — η, ο (για οικοδομές, εμπορεύματα κ.λπ.) ο έτοιμος προς παράδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + παραδοτός, πρβλ. α παράδοτος] … Dictionary of Greek
αρχαιοπαράδοτος — η, ο (Μ ἀρχαιοπαράδοτος, ον) αυτός που έχει παραδοθεί από παλιά, ο παραδοσιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + παραδοτός < παραδίδωμι] … Dictionary of Greek
σευηριοπαράδοτος — ον, Μ αυτός που έχει παραδοθεί από τον μονοφυσίτη Σευήρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σευῆρος + παραδοτός (< παραδίδωμι)] … Dictionary of Greek