Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παραδοτός

См. также в других словарях:

  • παραδοτός — ή, όν, Α [παραδίδωμι] αυτός που μπορεί να διδαχθεί …   Dictionary of Greek

  • παραδοτά — παραδοτός capable of being taught neut nom/voc/acc pl παραδοτά̱ , παραδοτός capable of being taught fem nom/voc/acc dual παραδοτά̱ , παραδοτός capable of being taught fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοτόν — παραδοτός capable of being taught masc acc sg παραδοτός capable of being taught neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοτή — παραδοτός capable of being taught fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοπαράδοτος — θεοπαράδοτος, ον (AM) αυτός που παραδόθηκε από τον θεό στους ανθρώπους («θεοπαράδοτος σοφία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + παράδοτος (< παρα δίδωμι), πρβλ. ετοιμο παράδοτος, πατρο παράδοτος] …   Dictionary of Greek

  • θρησκοπαράδοτος — η, ο αυτός που υπάρχει σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + παράδοτος (< παραδίδωμι), πρβλ. ετοιμο παράδοτος, πατρο παράδοτος] …   Dictionary of Greek

  • ιεροπαράδοτος — ἱεροπαράδοτος, ον (Μ) αυτός που προέρχεται από την ιερά παράδοση («ἱεροπαράδοτα λόγια», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + παράδοτος (< παραδίδωμι), πρβλ. θεο παράδοτος, πατρο παράδοτος] …   Dictionary of Greek

  • πατροπαράδοτος — η, ο / πατροπαράδοτος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει παραδοθεί από τους πατέρες, από τους προγόνους, που έχει μεταβιβαστεί διαδοχικά, ο κληρονομικός από παράδοση νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πατροπαράδοτο (ενν. πράγμα) παράδοση, προγονική κληρονομιία 2 …   Dictionary of Greek

  • ετοιμοπαράδοτος — η, ο (για οικοδομές, εμπορεύματα κ.λπ.) ο έτοιμος προς παράδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + παραδοτός, πρβλ. α παράδοτος] …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοπαράδοτος — η, ο (Μ ἀρχαιοπαράδοτος, ον) αυτός που έχει παραδοθεί από παλιά, ο παραδοσιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + παραδοτός < παραδίδωμι] …   Dictionary of Greek

  • σευηριοπαράδοτος — ον, Μ αυτός που έχει παραδοθεί από τον μονοφυσίτη Σευήρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σευῆρος + παραδοτός (< παραδίδωμι)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»