-
1 παραδοτέα
παραδοτέοςto be handed down: neut nom /voc /acc plπαραδοτέᾱ, παραδοτέοςto be handed down: fem nom /voc /acc dualπαραδοτέᾱ, παραδοτέοςto be handed down: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 παραδοτέας
παραδοτέᾱς, παραδοτέοςto be handed down: fem acc plπαραδοτέᾱς, παραδοτέοςto be handed down: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 παραδοτέος
2 παραδοτέον, one must hand over,τινί τι Id.Alc.1.132c
;πρὸ τῶν μεγάλων μυστηρίων τὰ μικρὰ π. Iamb.Protr.2
.2 παραδοτέα, one must give up,οὓς οὐ π. Th.1.86
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραδοτέος
См. также в других словарях:
παραδοτέα — παραδοτέος to be handed down neut nom/voc/acc pl παραδοτέᾱ , παραδοτέος to be handed down fem nom/voc/acc dual παραδοτέᾱ , παραδοτέος to be handed down fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδοτέας — παραδοτέᾱς , παραδοτέος to be handed down fem acc pl παραδοτέᾱς , παραδοτέος to be handed down fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθέσιμος — η, ο 1. αυτός που μπορεί να διατεθεί ή χρησιμοποιηθεί 2. (για στρατιωτικό ή πολιτικό υπάλληλο) αυτός που βρίσκεται σε διαθεσιμότητα 3. αυτός που είναι έτοιμος να χρησιμοποιηθεί οποτεδήποτε παραστεί ανάγκη 4. (οικ.) (σε πληθ.) τα διαθέσιμα (ενν.… … Dictionary of Greek
παραδοτέος — α, ο αυτός που πρέπει να παραδοθεί: Η σύμβαση ορίζει πως τα εμπορεύματα θα είναι παραδοτέα σε ελληνικό λιμάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)