-
1 παραγωγώς
-
2 παραγωγῶς
-
3 παρηγοναῖς
παρηγοναῖς· παραγώγως, ἀπάταις, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρηγοναῖς
-
4 στυαγόν
στυαγόν· τὸ στύμα, παραγώγως, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυαγόν
-
5 ἀμαρία
Grammatical information: ?Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Ununderstandable. One would think that the meaning does not belong to this lemma: ἀμαρία can hardly be an adverb.Page in Frisk: --Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμαρία
См. также в других словарях:
παραγωγῶς — παραγωγός misleading adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PRAENESTE — urbs Latii una ex celeberrimis, in sinibus Aequorum, a Româ 24. mill. pass. versus Fucinum lacum. Memoratur Plauto, Ciceroni, pro Planc. c. 26. Varroni, Virgilio, Propertio, Horatio, Livio, Dionysio, Velleio, Val. Maximo, Straboni, Plinio, Statio … Hofmann J. Lexicon universale
παραγωγός — ό / παραγωγός, όν, ΝΑ [παράγω] νεοελλ. 1. αυτός που παράγει κάτι, που καλλιεργεί ή κατασκευάζει ένα προϊόν («χώρα παραγωγός αγροτικών προϊόντων») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η παραγωγός α) άτομο που εργάζεται στην παραγωγή, σε αντιδιαστολή… … Dictionary of Greek
παρηγοναίς — Α (κατά τον Ησύχ.) «παραγώγως, ἀπάταις» … Dictionary of Greek
στυαγόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ στύμα παραγώγως» … Dictionary of Greek
πνευματική ιδιοκτησία — Η προστασία που παρέχεται από την εσωτερική και τη διεθνή έννομη τάξη στα έργα του πρωτότυπου επιστημονικού και καλλιτεχνικού χαρακτήρα. Η προστασία αυτή αναφέρεται τόσο στην ακεραιότητα και στην οικονομική χρησιμοποίηση του έργου, όσο και στην… … Dictionary of Greek