Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παραγώγως

См. также в других словарях:

  • παραγωγῶς — παραγωγός misleading adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PRAENESTE — urbs Latii una ex celeberrimis, in sinibus Aequorum, a Româ 24. mill. pass. versus Fucinum lacum. Memoratur Plauto, Ciceroni, pro Planc. c. 26. Varroni, Virgilio, Propertio, Horatio, Livio, Dionysio, Velleio, Val. Maximo, Straboni, Plinio, Statio …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παραγωγός — ό / παραγωγός, όν, ΝΑ [παράγω] νεοελλ. 1. αυτός που παράγει κάτι, που καλλιεργεί ή κατασκευάζει ένα προϊόν («χώρα παραγωγός αγροτικών προϊόντων») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η παραγωγός α) άτομο που εργάζεται στην παραγωγή, σε αντιδιαστολή… …   Dictionary of Greek

  • παρηγοναίς — Α (κατά τον Ησύχ.) «παραγώγως, ἀπάταις» …   Dictionary of Greek

  • στυαγόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ στύμα παραγώγως» …   Dictionary of Greek

  • πνευματική ιδιοκτησία — Η προστασία που παρέχεται από την εσωτερική και τη διεθνή έννομη τάξη στα έργα του πρωτότυπου επιστημονικού και καλλιτεχνικού χαρακτήρα. Η προστασία αυτή αναφέρεται τόσο στην ακεραιότητα και στην οικονομική χρησιμοποίηση του έργου, όσο και στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»